κατάψυξις: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάψυξις''': -εως, ἡ, τὸ καταψύχεσθαι ἢ γίνεσθαι ψυχρόν, [[ψῦχος]], [[ψύχρα]], κρυάδα, δροσισμός, αἱ μετὰ καταψύξιος δυσφορίαι Ἱππ. Προρρ. 69, πρβλ. 172D, κ. ἀλλ.· | |lstext='''κατάψυξις''': -εως, ἡ, τὸ καταψύχεσθαι ἢ γίνεσθαι ψυχρόν, [[ψῦχος]], [[ψύχρα]], κρυάδα, δροσισμός, αἱ μετὰ καταψύξιος δυσφορίαι Ἱππ. Προρρ. 69, πρβλ. 172D, κ. ἀλλ.· συχν. παρ’ Ἀριστ., ὁ [[φόβος]] κ. δι’ ὀλιγαιμότητά ἐστι π. Ζ. Μορ. 4. 11, 22, πρβλ. Ρητ. 2. 13, 7· διὰ τὴν πύκνωσιν καὶ κ. τοῦ ἀέρος Θεόφρ.· καταψύξεως δεῖται διὰ τὸ μὴ κατὰ βάθους [[εἶναι]] τὰς ῥίζας ὁ αὐτ. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 14:47, 31 January 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A cooling or becoming cold, chill, αἱ μετὰ καταψύξιος δυσφορίαι Hp. Prorrh.1.27, cf. Coac.337, al.: freq. in Arist., ὁ φόβος κ. δι' ὀλιγαιμότητά ἐστι PA692a23, cf. Rh.1389b32; simply, cold, Thphr.HP6.8.4. II = κώνειον (from its effect), Ps.-Dsc.4.78.
German (Pape)
[Seite 1393] ἡ, das Abkühlen, Erkälten, Hippocr.; Arist. H. A. 8, 2 u. Sp.; – ὁ φόβος κατάψυξίς
Greek (Liddell-Scott)
κατάψυξις: -εως, ἡ, τὸ καταψύχεσθαι ἢ γίνεσθαι ψυχρόν, ψῦχος, ψύχρα, κρυάδα, δροσισμός, αἱ μετὰ καταψύξιος δυσφορίαι Ἱππ. Προρρ. 69, πρβλ. 172D, κ. ἀλλ.· συχν. παρ’ Ἀριστ., ὁ φόβος κ. δι’ ὀλιγαιμότητά ἐστι π. Ζ. Μορ. 4. 11, 22, πρβλ. Ρητ. 2. 13, 7· διὰ τὴν πύκνωσιν καὶ κ. τοῦ ἀέρος Θεόφρ.· καταψύξεως δεῖται διὰ τὸ μὴ κατὰ βάθους εἶναι τὰς ῥίζας ὁ αὐτ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
refroidissement.
Étymologie: καταψύχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάψυξις -εως, ἡ [καταψύχω] afkoeling.
Russian (Dvoretsky)
κατάψυξις: εως ἡ охлаждение Arst.