σταθμόω: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)

Source
(1b)
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σταθμόω''': ὁ μέσ. ἀόρ. σταθμώσασθαι κεῖται [[συχν]]. παρ’ Ἡροδ. ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ σταθμήσασθαι (ἴδε [[σταθμάω]] ΙΙ), «ἐκτιμῶ», [[κρίνω]] ἢ [[συμπεραίνω]] ἔκ τινος πράγματος, τινι Ἡρόδ. 7. 11, 214· στ. τινι, ὡς ... ἢ ὅτι ... ., [[συμπεραίνω]] ἔκ τινος ὅτι ..., ὁ αὐτ. 3. 15, 38., 4. 58., 102· - ἀλλὰ τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι σταθμησάμενος ἐν 2. 2., 9. 37· οὕτω καὶ μετοχ. ἐνεστ. σταθμώμενος ἢ σταθμεόμενος φαίνεται ἐν 2. 150., 7. 237· ἀλλ’ ἐν 8. 130 σταθμεύμενος.
|lstext='''σταθμόω''': ὁ μέσ. ἀόρ. σταθμώσασθαι κεῖται συχν. παρ’ Ἡροδ. ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ σταθμήσασθαι (ἴδε [[σταθμάω]] ΙΙ), «ἐκτιμῶ», [[κρίνω]] ἢ [[συμπεραίνω]] ἔκ τινος πράγματος, τινι Ἡρόδ. 7. 11, 214· στ. τινι, ὡς ... ἢ ὅτι ... ., [[συμπεραίνω]] ἔκ τινος ὅτι ..., ὁ αὐτ. 3. 15, 38., 4. 58., 102· - ἀλλὰ τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι σταθμησάμενος ἐν 2. 2., 9. 37· οὕτω καὶ μετοχ. ἐνεστ. σταθμώμενος ἢ σταθμεόμενος φαίνεται ἐν 2. 150., 7. 237· ἀλλ’ ἐν 8. 130 σταθμεύμενος.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:56, 31 January 2022

German (Pape)

[Seite 928] ins Standquartier od. in den Stall bringen, u. med. darin sein, einkehren. – Den aor. σταθμώσασθαι braucht Her. oft in der Bdtg von σταθμήσασθαι, vermuthen, folgern, schließen aus Etwas, τινί, 3, 15. 4, 58. 7, 11. 214. 237.

Greek (Liddell-Scott)

σταθμόω: ὁ μέσ. ἀόρ. σταθμώσασθαι κεῖται συχν. παρ’ Ἡροδ. ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ σταθμήσασθαι (ἴδε σταθμάω ΙΙ), «ἐκτιμῶ», κρίνωσυμπεραίνω ἔκ τινος πράγματος, τινι Ἡρόδ. 7. 11, 214· στ. τινι, ὡς ... ἢ ὅτι ... ., συμπεραίνω ἔκ τινος ὅτι ..., ὁ αὐτ. 3. 15, 38., 4. 58., 102· - ἀλλὰ τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι σταθμησάμενος ἐν 2. 2., 9. 37· οὕτω καὶ μετοχ. ἐνεστ. σταθμώμενος ἢ σταθμεόμενος φαίνεται ἐν 2. 150., 7. 237· ἀλλ’ ἐν 8. 130 σταθμεύμενος.

Greek Monotonic

σταθμόω: ο Μέσ. αόρ. αʹ σταθμώσασθαι = σταθμήσασθαι (βλ. σταθμάω II), διαμορφώνω εκτίμηση, κάνω υπολογισμό, σταθμίζω, κρίνω ή συμπεραίνω με βάση κάτι ή από κάτι, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

σταθμόω† [the aor1 mid. σταθμώσασθαι is = σταθμήσασθαι] [v. σταθμάω II]
to form an estimate, to judge or conclude by or from a thing, Hdt.