ἐνάκις: Difference between revisions
πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνάκις''': ἐπίρρ., [[ἐννέα]] φορὰς, Πλάτ. Κριτί. 108Ε, διάφ. γραφ. [[ἐννάκις]] διὰ δύο ν ὡς ἐν Ἀνθ. Π. 14. 120 καὶ | |lstext='''ἐνάκις''': ἐπίρρ., [[ἐννέα]] φορὰς, Πλάτ. Κριτί. 108Ε, διάφ. γραφ. [[ἐννάκις]] διὰ δύο ν ὡς ἐν Ἀνθ. Π. 14. 120 καὶ συχν. παρὰ Διοδ.: - ἀλλ’ ὅτι ὁ ἐξ ἀρχῆς [[τύπος]] ἦτο [[ἐνάκις]] δι’ ἑνὸς ν φαίνεται ἐκ τοῦ Ἰων. καὶ Ἐπ. τύπου [[εἰνάκις]], Ὀδ. Ξ. 230˙ πρβλ. [[ἐνακισχίλιοι]], -αι, -α, [[ἐνακόσιοι]]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 15:00, 31 January 2022
English (LSJ)
Ep. εἰνάκις [ᾰ], Adv. A nine times, Od.14.230:—usu.written ἐννάκις in codd.: ἐννεάκις is v.l. in Nicom.Harm.8: also ἐννάκι δ' ἐννέα Μοῦσαι AP14.120.8; ἐνάκι Iamb. in Nic.p.17P.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνάκις: ἐπίρρ., ἐννέα φορὰς, Πλάτ. Κριτί. 108Ε, διάφ. γραφ. ἐννάκις διὰ δύο ν ὡς ἐν Ἀνθ. Π. 14. 120 καὶ συχν. παρὰ Διοδ.: - ἀλλ’ ὅτι ὁ ἐξ ἀρχῆς τύπος ἦτο ἐνάκις δι’ ἑνὸς ν φαίνεται ἐκ τοῦ Ἰων. καὶ Ἐπ. τύπου εἰνάκις, Ὀδ. Ξ. 230˙ πρβλ. ἐνακισχίλιοι, -αι, -α, ἐνακόσιοι.
French (Bailly abrégé)
mieux que ἐννάκις;
adv.
neuf fois.
Étymologie: ἐννέα, -ακις.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐνάκι Iambl.in Nic.17; jón. εἰνάκις Od.14.230, graf. ε̄̓νάκι CEG 844.10 (Tasos IV a.C.); frec. ἐννάκις Nicom.Harm.8, Ph.1.22, Plu.2.989b, Vett.Val.399.6, Orib.Ec.2.3; ἐννάκι AP 14.120; ἐννεάκις Lindos 421a.5 (I d.C.), Vett.Val.140.24
• Prosodia: [-ᾰ-]
adv. nueve veces εἰ. ἀνδράσιν ἄρξα ... ἄνδρας ἐς ἀλλοδαπούς Od.l.c., στεφανωθείς Lindos l.c., cf. CEG l.c., Plu.l.c., Orib.l.c., PMag.72.5
•en combinación c. otros numerales τὸ ὑπὸ τῶν ἄκρων πρόμηκες ἴσον τῷ ὑπὸ τῶν μέσων, τὸ δωδεκάκις ς τῷ ἐννάκις η Nicom.l.c., cf. Iambl.l.c., Ph.l.c., Vett.Val.399.6, Procl.in Ti.2.33.12, ἐ. δ' ἐννέα Μοῦσαι ἐμεῦ λάβον AP l.c., cf. Hippol.Haer.4.14.11.
Greek Monolingual
ἐνάκις και ἐνάκι, επικ. τ. εἰνάκις (Α)
(αριθμ. επίρρ.) εννιά φορές.
Greek Monotonic
ἐνάκις: [ᾰ], Επικ. εἰνάκις (ἐννέα), επίρρ., εννιά φορές, σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνάκις: v.l. ἐννάκις, эп. εἰνάκις adv. девятикратно, девять раз Hom., Plat., Diod., Anth.