νηλεῖτις: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source
m (Text replacement - "vv. ll." to "vv.ll.")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nileitis
|Transliteration C=nileitis
|Beta Code=nhlei=tis
|Beta Code=nhlei=tis
|Definition=ιδος, (νη-, ἀλείτης, ἀλιταίνω) fem. Adj. <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[guiltless]], [[unoffending]], γυναῖκας... αἵ τέ σ' ἀτιμάζουσι καὶ αἳ νηλείτιδές εἰσι <span class="bibl">Od.16.317</span>, <span class="bibl">19.498</span>, cf. <span class="bibl">22.418</span>. ([[νηλιτέες]], [[νηλητέες]] are [[variae lectiones|vv.ll.]]; Aristarch. interpr. [[ἁμαρτωλοί]], [[πολυαμάρτητοι]], from νη- intens.)</span>
|Definition=ιδος, ([[νη-]], [[ἀλείτης]], [[ἀλιταίνω]]) fem. Adj. [[guiltless]], [[unoffending]], γυναῖκας... αἵ τέ σ' ἀτιμάζουσι καὶ αἳ νηλείτιδές εἰσι Od.16.317, 19.498, cf. 22.418. (νηλιτέες, νηλητέες are [[variae lectiones|vv.ll.]]; Aristarch. interpr. [[ἁμαρτωλός|ἁμαρτωλοί]], [[πολυαμάρτητος|πολυαμάρτητοι]], from νη- intens.)
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:39, 23 May 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηλεῖτις Medium diacritics: νηλεῖτις Low diacritics: νηλείτις Capitals: ΝΗΛΕΙΤΙΣ
Transliteration A: nēleîtis Transliteration B: nēleitis Transliteration C: nileitis Beta Code: nhlei=tis

English (LSJ)

ιδος, (νη-, ἀλείτης, ἀλιταίνω) fem. Adj. guiltless, unoffending, γυναῖκας... αἵ τέ σ' ἀτιμάζουσι καὶ αἳ νηλείτιδές εἰσι Od.16.317, 19.498, cf. 22.418. (νηλιτέες, νηλητέες are vv.ll.; Aristarch. interpr. ἁμαρτωλοί, πολυαμάρτητοι, from νη- intens.)

Greek Monolingual

νηλεῖτις, ἡ (Α)
αθώα, αναίτια, άκακη («γυναῑκας, αἵ τέ σ' ἀτιμάζουσι καὶ αἳ νηλείτιδές εἰσιν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + ἀλεῖτις «αμαρτωλή, ανόσια»].

Russian (Dvoretsky)

νηλεῖτις: ιδος Hom. f к νηλειτής.