κυκεώνας: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
m (Text replacement - "ῑξαι" to "ῖξαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[κυκεών]], -ῶνος, Α δωρ. τ. [[κυκάν]], -ᾱνος)<br />[[σύμφυρμα]] ανόμοιων πραγμάτων, [[ανακατωσούρα]] («κυκεῶνα ταῖς ἀκοαῑς ἡμῶν άναμεῑξαι», Θεοφύλ. Σ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ποτό]] που παρασκευαζόταν [[συνήθως]] με [[ανάμιξη]] οίνου, κρίθινου αλεύρου, κατσικήσιου τυριού και νερού, ενώ μερικές φορές περιείχε και [[μέλι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] φαρμάκου («κἂν εἰ τύχοιεν ἐν τῷ [[παραχρῆμα]] κυκεῶνα πιόντες», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυκῶ</i> «[[αναμιγνύω]], [[ανακατεύω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εών</i><br />ο δωρ. τ. <i>κυκᾶν</i> εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ᾶν</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>άων</i>, με [[συναίρεση]]].
|mltxt=ο (AM [[κυκεών]], -ῶνος, Α δωρ. τ. [[κυκάν]], -ᾱνος)<br />[[σύμφυρμα]] ανόμοιων πραγμάτων, [[ανακατωσούρα]] («κυκεῶνα ταῖς ἀκοαῑς ἡμῶν άναμεῖξαι», Θεοφύλ. Σ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ποτό]] που παρασκευαζόταν [[συνήθως]] με [[ανάμιξη]] οίνου, κρίθινου αλεύρου, κατσικήσιου τυριού και νερού, ενώ μερικές φορές περιείχε και [[μέλι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] φαρμάκου («κἂν εἰ τύχοιεν ἐν τῷ [[παραχρῆμα]] κυκεῶνα πιόντες», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυκῶ</i> «[[αναμιγνύω]], [[ανακατεύω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εών</i><br />ο δωρ. τ. <i>κυκᾶν</i> εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ᾶν</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>άων</i>, με [[συναίρεση]]].
}}
}}

Revision as of 09:30, 24 May 2022

Greek Monolingual

ο (AM κυκεών, -ῶνος, Α δωρ. τ. κυκάν, -ᾱνος)
σύμφυρμα ανόμοιων πραγμάτων, ανακατωσούρα («κυκεῶνα ταῖς ἀκοαῑς ἡμῶν άναμεῖξαι», Θεοφύλ. Σ.)
μσν.-αρχ.
ποτό που παρασκευαζόταν συνήθως με ανάμιξη οίνου, κρίθινου αλεύρου, κατσικήσιου τυριού και νερού, ενώ μερικές φορές περιείχε και μέλι
αρχ.
είδος φαρμάκου («κἂν εἰ τύχοιεν ἐν τῷ παραχρῆμα κυκεῶνα πιόντες», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυκῶ «αναμιγνύω, ανακατεύω» + επίθημα -εών
ο δωρ. τ. κυκᾶν εμφανίζει επίθημα -ᾶν < -άων, με συναίρεση].