ζωογονώ: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch

Menander, Monostichoi, 283
(16)
 
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ζωογονῶ, -έω) [[ζωογόνος]]<br /><b>1.</b> [[παρέχω]] ζωή, [[εμψυχώνω]], [[δίνω]] [[δύναμη]], [[τονώνω]], [[αναζωογονώ]] («ο [[ήλιος]] αναζωογονεί τη [[φύση]]»)<br /><b>2.</b> [[ενθαρρύνω]], [[τονώνω]] ηθικά ή ψυχικά<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αποκτώ]] ζωή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γεννώ]] ζωντανά πλάσματα, [[παράγω]] έμβια όντα («ἡ [[φύσις]] ζωογονεῑ», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> (για ζώα) [[γεννώ]], [[ζωοτοκώ]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>ζωογονούμαι</i><br />γεννιέμαι, παράγομαι<br /><b>4.</b> [[διατηρώ]] [[κάτι]] ζωντανό, στη ζωή<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> (για τον Δία που γέννησε την Αθηνά ζωντανή από το [[κεφάλι]] του) «ζωογονῶ παρθένον» — [[γεννώ]] παρθένο ζωντανή.
|mltxt=(AM ζωογονῶ, -έω) [[ζωογόνος]]<br /><b>1.</b> [[παρέχω]] ζωή, [[εμψυχώνω]], [[δίνω]] [[δύναμη]], [[τονώνω]], [[αναζωογονώ]] («ο [[ήλιος]] αναζωογονεί τη [[φύση]]»)<br /><b>2.</b> [[ενθαρρύνω]], [[τονώνω]] ηθικά ή ψυχικά<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αποκτώ]] ζωή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γεννώ]] ζωντανά πλάσματα, [[παράγω]] έμβια όντα («ἡ [[φύσις]] ζωογονεῖ», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> (για ζώα) [[γεννώ]], [[ζωοτοκώ]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>ζωογονούμαι</i><br />γεννιέμαι, παράγομαι<br /><b>4.</b> [[διατηρώ]] [[κάτι]] ζωντανό, στη ζωή<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> (για τον Δία που γέννησε την Αθηνά ζωντανή από το [[κεφάλι]] του) «ζωογονῶ παρθένον» — [[γεννώ]] παρθένο ζωντανή.
}}
}}

Latest revision as of 08:00, 27 May 2022

Greek Monolingual

(AM ζωογονῶ, -έω) ζωογόνος
1. παρέχω ζωή, εμψυχώνω, δίνω δύναμη, τονώνω, αναζωογονώ («ο ήλιος αναζωογονεί τη φύση»)
2. ενθαρρύνω, τονώνω ηθικά ή ψυχικά
νεοελλ.
αποκτώ ζωή
αρχ.
1. γεννώ ζωντανά πλάσματα, παράγω έμβια όντα («ἡ φύσις ζωογονεῖ», Θεόφρ.)
2. (για ζώα) γεννώ, ζωοτοκώ
3. μέσ. ζωογονούμαι
γεννιέμαι, παράγομαι
4. διατηρώ κάτι ζωντανό, στη ζωή
5. φρ. (για τον Δία που γέννησε την Αθηνά ζωντανή από το κεφάλι του) «ζωογονῶ παρθένον» — γεννώ παρθένο ζωντανή.