σκευοφύλαξ: Difference between revisions
ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ακος, | |mltxt=ο / [[σκευοφύλαξ]], -ακος, ΝΜΑ<br />αυτός που φυλάγει σκεύη, τις αποσκευές, [[αποθηκάριος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>εκκλ.</b> [[αξιωματούχος]] της Εκκλησίας με ειδική [[αποστολή]] του τη [[φύλαξη]] και [[επιμέλεια]] τών ιερών σκευών του σκευοφυλακίου, αλλ. κειμηλιοφύλακας ή [[κειμηλιάρχης]]<br /><b>2.</b> (στο <b>Βυζ.</b>) [[αξιωματούχος]] του Παλατίου, που ήταν [[υπεύθυνος]] για την αυτοκρατορική [[ιματιοθήκη]] και είχε τη δεύτερη [[θέση]] στη [[σειρά]] τών αυλικών [[μετά]] τον παρακοιμώμενο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκεῦος]] <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]], -<i>ακος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σιτο</i>-[[φύλαξ]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 17:59, 3 June 2022
English (LSJ)
-ακος, ὁ, storekeeper, PPetr. 2 p. 39 (iii BC, written σκεοφύλαξ), Poll. 10.16.
German (Pape)
[Seite 894] ακος, ὁ, Wächter, Aufseher der Geräthschaften, des Gepäckes, LXX. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σκευοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάτττων τὰ σκεύη, Πολυδ. Ι΄, 16, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΙΖ΄, 22). II. παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ὑπάλληλος φροντίζων περὶ τῆς φυλακῆς τῶν ἱερῶν σκευῶν· - ὅθεν, ὁ τῆς ... σοφίας σκ. Συλλ. Ἐπιγρ. 8694.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
gardien des meubles, des ustensiles, des bagages.
Étymologie: σκεῦος, φύλαξ.
Greek Monolingual
ο / σκευοφύλαξ, -ακος, ΝΜΑ
αυτός που φυλάγει σκεύη, τις αποσκευές, αποθηκάριος
νεοελλ.-μσν.
1. εκκλ. αξιωματούχος της Εκκλησίας με ειδική αποστολή του τη φύλαξη και επιμέλεια τών ιερών σκευών του σκευοφυλακίου, αλλ. κειμηλιοφύλακας ή κειμηλιάρχης
2. (στο Βυζ.) αξιωματούχος του Παλατίου, που ήταν υπεύθυνος για την αυτοκρατορική ιματιοθήκη και είχε τη δεύτερη θέση στη σειρά τών αυλικών μετά τον παρακοιμώμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκεῦος + φύλαξ, -ακος (πρβλ. σιτο-φύλαξ)].
Greek Monotonic
σκευοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, φύλακας των αποσκευών, επιστάτης σκευοφυλακίου.
Wikipedia EL
Ο σκευοφύλακας ή σκευοφύλαξ αποτελεί χριστιανικό λαϊκό εκκλησιαστικό αξίωμα.
Κατά την παλαιά εκκλησιαστική τάξη, ο με τον τίτλο του σκευοφύλακος τιμώμενος κατείχε τη τρίτη θέση στη πρώτη πεντάδα του δεξιού χορού, μεταξύ του δεύτερου, του σακελλάριου και του τετάρτου του χαρτοφύλακα.
Στο εκκλησιαστικό τυπικό ο σκευοφύλαξ ονομάζεται και «κειμηλιοφύλαξ» και «κειμηλιάρχης».
Αργότερα ο τίτλος αυτός μετέπεσε σε κύριο όνομα και επίθετο σε πολλά μέρη της Ελλάδας, ιδιαίτερα όμως στα Δωδεκάνησα και στις Κυκλάδες όπως και οι συγγενικοί τίτλοι σακελλάριος και χαρτοφύλαξ.