καστανιά: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
[[File:kleidopinako.jpg|thumb|right|καστανιά, γάβανο, γαβάνι ή κλειδοπίνακο (σκεύος)]]
[[File:kleidopinako.jpg|thumb|right|καστανιά, γάβανο, γαβάνι ή κλειδοπίνακο (σκεύος)]]
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[καστανέα]], Α και [[κάστανος]] ή και [[κάστανον]], τὸ)<br /> το [[δέντρο]] που παράγει τον καρπό [[κάστανο]]<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>βοτ.</b><br /> <b>1.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων [[φυτών]] της τάξης [[φηγώδη]], στα οποία περιλαμβάνεται και η [[κοινή]] [[καστανιά]]<br /> <b>2.</b> το [[ξύλο]] της καστανιάς («το [[έπιπλο]] αυτό [[είναι]] από [[καστανιά]]»)<br /> <b>3.</b> το [[έπιπλο]] που έχει κατασκευαστεί από [[ξύλο]] καστανιάς<br /> <b>4.</b> οικιακό [[σκεύος]] από συναρμολογούμενα δοχεία που χρησιμεύει για [[μεταφορά]] φαγητού, αλλ. [[κλειδοπίνακο]], [[γάβανο]], [[γαβάνι]], .<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάστανον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>έα</i><br /> ο τ. <i>κασταν</i>-<i>ιά</i> <span style="color: red;"><</span> [[καστανέα]], με [[συνίζηση]] ([[πρβλ]]. <i>μηλ</i>-<i>έα</i>: <i>μηλ</i>-<i>ιά</i>)].
|mltxt=η (AM [[καστανέα]], Α και [[κάστανος]] ή και [[κάστανον]], τὸ)<br /> το [[δέντρο]] που παράγει τον καρπό [[κάστανο]]<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>βοτ.</b><br /> <b>1.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων [[φυτών]] της τάξης [[φηγώδη]], στα οποία περιλαμβάνεται και η [[κοινή]] [[καστανιά]]<br /> <b>2.</b> το [[ξύλο]] της καστανιάς («το [[έπιπλο]] αυτό [[είναι]] από [[καστανιά]]»)<br /> <b>3.</b> το [[έπιπλο]] που έχει κατασκευαστεί από [[ξύλο]] καστανιάς<br /> <b>4.</b> οικιακό [[σκεύος]] από συναρμολογούμενα δοχεία που χρησιμεύει για [[μεταφορά]] φαγητού, αλλ. [[κλειδοπίνακο]], [[γάβανο]], [[γαβάνι]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάστανον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>έα</i><br /> ο τ. <i>κασταν</i>-<i>ιά</i> <span style="color: red;"><</span> [[καστανέα]], με [[συνίζηση]] ([[πρβλ]]. <i>μηλ</i>-<i>έα</i>: <i>μηλ</i>-<i>ιά</i>)].
}}
}}

Revision as of 16:00, 10 June 2022

καστανιά, γάβανο, γαβάνι ή κλειδοπίνακο (σκεύος)

Greek Monolingual

η (AM καστανέα, Α και κάστανος ή και κάστανον, τὸ)
το δέντρο που παράγει τον καρπό κάστανο
νεοελλ.
βοτ.
1. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών της τάξης φηγώδη, στα οποία περιλαμβάνεται και η κοινή καστανιά
2. το ξύλο της καστανιάς («το έπιπλο αυτό είναι από καστανιά»)
3. το έπιπλο που έχει κατασκευαστεί από ξύλο καστανιάς
4. οικιακό σκεύος από συναρμολογούμενα δοχεία που χρησιμεύει για μεταφορά φαγητού, αλλ. κλειδοπίνακο, γάβανο, γαβάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάστανον + κατάλ. -έα
ο τ. κασταν-ιά < καστανέα, με συνίζηση (πρβλ. μηλ-έα: μηλ-ιά)].