εισορώ: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
(10) |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=εἰσορῶ και ἐσορῶ (-άω) (Α)<br /><b>1.</b> [[βλέπω]] [[μέσα]], [[παρατηρώ]] με [[προσοχή]], [[ατενίζω]] («εἰσορόων Τρώων πόλιν», Ιλ. Θ.)<br /><b>2.</b> [[βλέπω]] κάποιον να μπαίνει ή να παραμένει σ' έναν [[τόπο]]<br /><b>3.</b> (με μτχ.) [[αντιλαμβάνομαι]] [[κάτι]] («ὡς ἕρποντος εἰσορᾷς | |mltxt=εἰσορῶ και ἐσορῶ (-άω) (Α)<br /><b>1.</b> [[βλέπω]] [[μέσα]], [[παρατηρώ]] με [[προσοχή]], [[ατενίζω]] («εἰσορόων Τρώων πόλιν», Ιλ. Θ.)<br /><b>2.</b> [[βλέπω]] κάποιον να μπαίνει ή να παραμένει σ' έναν [[τόπο]]<br /><b>3.</b> (με μτχ.) [[αντιλαμβάνομαι]] [[κάτι]] («ὡς ἕρποντος εἰσορᾷς ἐμοῦ» — μέ βλέπεις ότι [[φεύγω]])<br /><b>4.</b> [[βλέπω]], [[ατενίζω]] με θαυμασμό, [[προσβλέπω]] με σεβασμό<br /><b>5.</b> [[σέβομαι]], έχω σε [[υπόληψη]], [[τιμώ]]<br /><b>6.</b> [[ατενίζω]]<br /><b>7.</b> [[βλέπω]] με τον νου, [[διαισθάνομαι]], [[αντιλαμβάνομαι]]<br /><b>8.</b> (για θεό) [[βλέπω]] για να τιμωρήσω, [[τιμωρώ]]<br /><b>9.</b> (με το <i>μη</i>) [[βλέπω]], [[φροντίζω]] να μη, [[προσέχω]] [[μήπως]] («εἰσόρα μὴ σκῆψιν οὐκ οὖσαν τίθῃς»). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:50, 13 June 2022
Greek Monolingual
εἰσορῶ και ἐσορῶ (-άω) (Α)
1. βλέπω μέσα, παρατηρώ με προσοχή, ατενίζω («εἰσορόων Τρώων πόλιν», Ιλ. Θ.)
2. βλέπω κάποιον να μπαίνει ή να παραμένει σ' έναν τόπο
3. (με μτχ.) αντιλαμβάνομαι κάτι («ὡς ἕρποντος εἰσορᾷς ἐμοῦ» — μέ βλέπεις ότι φεύγω)
4. βλέπω, ατενίζω με θαυμασμό, προσβλέπω με σεβασμό
5. σέβομαι, έχω σε υπόληψη, τιμώ
6. ατενίζω
7. βλέπω με τον νου, διαισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι
8. (για θεό) βλέπω για να τιμωρήσω, τιμωρώ
9. (με το μη) βλέπω, φροντίζω να μη, προσέχω μήπως («εἰσόρα μὴ σκῆψιν οὐκ οὖσαν τίθῃς»).