βαρυπενθής: Difference between revisions

From LSJ

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βαρυπενθής]] (-οῡς), -ές (Α)<br />αυτός που προξενεί [[βαρύ]] [[πένθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαρύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πενθής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πένθος]] ([[πρβλ]]. [[απενθής]], [[νεοπενθής]], [[πολυπενθής]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=[[βαρυπενθής]] (-οῦς), -ές (Α)<br />αυτός που προξενεί [[βαρύ]] [[πένθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαρύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πενθής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πένθος]] ([[πρβλ]]. [[απενθής]], [[νεοπενθής]], [[πολυπενθής]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 19:55, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρυπενθής Medium diacritics: βαρυπενθής Low diacritics: βαρυπενθής Capitals: ΒΑΡΥΠΕΝΘΗΣ
Transliteration A: barypenthḗs Transliteration B: barypenthēs Transliteration C: varypenthis Beta Code: barupenqh/s

English (LSJ)

ές, = βαρυπένθητος (mourning heavily), Ph.2.269, IG12(5).675.6 (Syros), Orph.Fr.32c:—a fem. form βᾰρυ-πενθάς Epigr.Gr.367 (Cotiaeum). II causing grievous woe, μάχαι B.13.12; τόξα APl.4.134 (Mel.).

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρυπενθής: -ές, = τῷ ἑπομ., Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 212, 367. ΙΙ. ὁ προξενῶν πάθος, θλῖψιν, λύπην βαρεῖαν, Ἀνθ. Πλαν. 4.134, Φίλων 2. 268.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui cause une douleur profonde.
Étymologie: βαρύς, πένθος.

English (Slater)

βαρυπενθής ?
1 of deep grief ]βαρυπε[νθ (supp. Snell: fort. divisim) ?fr. 344. 6.

Spanish (DGE)

(βᾰρῠπενθής) -ές
• Alolema(s): fem. βαρυπενθάς GVI 675a.3 (Cotieo, Frigia III d.C.)
1 de pers. gravemente dolorido o gravemente afligido ἴσθι ... ὅτι γενόμενος φιλήδονος πάντ' ἔσει ταῦτα ... β. Ph.2.269, μήτηρ AP 9.254 (Phil.), GVI l.c., Θειοφίλα ... ἁ β. ὀρφανὸν ἐν ζωοῖς παῖδα λιποῦσα πατρός IG 12(5).675.6 (Siro), cf. Orph.Fr.32c.
2 que causa grave aflicción μάχαι B.14.12, τόξα AP 16.134 (Mel.).

Greek Monolingual

βαρυπενθής (-οῦς), -ές (Α)
αυτός που προξενεί βαρύ πένθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -πενθής < πένθος (πρβλ. απενθής, νεοπενθής, πολυπενθής κ.ά.)].

Greek Monotonic

βᾰρῠπενθής: -ές (πένθος), αυτός που προκαλεί οδυνηρή συμφορά, πένθος, σε Ανθ.

Middle Liddell

πένθος
causing grievous woe, Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαρυπενθής -ές βαρύς, πένθος zwaar leed brengend.