κούκος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν οὖν τὰ μαλακὰ σκληρῶς καὶ τὰ σκληρὰ μαλακῶς λέγηται, πιθανὸν γίγνεται → but if, as a result, gentle things are said harshly and harsh things gently, the result is unpersuasive

Source
(21)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κούκκος]], ο (Α κοῡκκος)<br />[[ονομασία]], [[κοινή]] [[σήμερα]], πουλιών που σύμφωνα με τη σύγχρονη [[ταξινόμηση]] ανήκουν στην [[οικογένεια]] cuculidae<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μόνος]], [[έρημος]], [[χωρίς]] σύντροφο («έμεινε [[κούκος]]»)<br /><b>2.</b> [[ανόητος]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] σκούφου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τρεις]] κι ο [[κούκος]]» — ελάχιστοι<br />β) «του κόστισε ο [[κούκος]] [[αηδόνι]]» — πλήρωσε [[πολλά]] λεφτά για [[κάτι]] που δεν άξιζε τόσο<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «ἐνας [[κούκος]] δεν φέρνει την [[άνοιξη]]» — χρειάζονται [[πολλά]] πρόσωπα για την [[ευόδωση]] μιας εργασίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ηχομιμητική λ. από τη [[φωνή]] του πουλιού [[αυτού]]. Η αρχ. λ. [[κόκκυξ]] «[[κούκος]]» οφείλεται [[επίσης]] σε [[ονοματοποιία]] από [[μίμηση]] της φωνής του κούκου ([[κόκκυ]])].
|mltxt=και [[κούκκος]], ο (Α κοῦκκος)<br />[[ονομασία]], [[κοινή]] [[σήμερα]], πουλιών που σύμφωνα με τη σύγχρονη [[ταξινόμηση]] ανήκουν στην [[οικογένεια]] cuculidae<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μόνος]], [[έρημος]], [[χωρίς]] σύντροφο («έμεινε [[κούκος]]»)<br /><b>2.</b> [[ανόητος]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] σκούφου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τρεις]] κι ο [[κούκος]]» — ελάχιστοι<br />β) «του κόστισε ο [[κούκος]] [[αηδόνι]]» — πλήρωσε [[πολλά]] λεφτά για [[κάτι]] που δεν άξιζε τόσο<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «ἐνας [[κούκος]] δεν φέρνει την [[άνοιξη]]» — χρειάζονται [[πολλά]] πρόσωπα για την [[ευόδωση]] μιας εργασίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ηχομιμητική λ. από τη [[φωνή]] του πουλιού [[αυτού]]. Η αρχ. λ. [[κόκκυξ]] «[[κούκος]]» οφείλεται [[επίσης]] σε [[ονοματοποιία]] από [[μίμηση]] της φωνής του κούκου ([[κόκκυ]])].
}}
}}

Latest revision as of 20:00, 13 June 2022

Greek Monolingual

και κούκκος, ο (Α κοῦκκος)
ονομασία, κοινή σήμερα, πουλιών που σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση ανήκουν στην οικογένεια cuculidae
νεοελλ.
1. μόνος, έρημος, χωρίς σύντροφο («έμεινε κούκος»)
2. ανόητος
3. είδος σκούφου
4. φρ. α) «τρεις κι ο κούκος» — ελάχιστοι
β) «του κόστισε ο κούκος αηδόνι» — πλήρωσε πολλά λεφτά για κάτι που δεν άξιζε τόσο
5. παροιμ. «ἐνας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη» — χρειάζονται πολλά πρόσωπα για την ευόδωση μιας εργασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. από τη φωνή του πουλιού αυτού. Η αρχ. λ. κόκκυξ «κούκος» οφείλεται επίσης σε ονοματοποιία από μίμηση της φωνής του κούκου (κόκκυ)].