προεξέχω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[ἐξέχω]]<br />[[εξέχω]] [[προς]] τα [[εμπρός]], [[προέχω]] (α. «η [[στέγη]] δεν προεξέχει αρκετά για να φεύγουν τα νερά της βροχής» β. «πᾱν προβεβλημένον [[μέρος]] καὶ προεξέχον», Ιωάν. Τζέτζ.<br />γ. «τὸ τοῦ αἰγιαλοῡ προεξέχον», Αγαθ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[υπερέχω]], διακρίνομαι.
|mltxt=ΝΜΑ [[ἐξέχω]]<br />[[εξέχω]] [[προς]] τα [[εμπρός]], [[προέχω]] (α. «η [[στέγη]] δεν προεξέχει αρκετά για να φεύγουν τα νερά της βροχής» β. «πᾱν προβεβλημένον [[μέρος]] καὶ προεξέχον», Ιωάν. Τζέτζ.<br />γ. «τὸ τοῦ αἰγιαλοῦ προεξέχον», Αγαθ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[υπερέχω]], διακρίνομαι.
}}
}}

Revision as of 20:30, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεξέχω Medium diacritics: προεξέχω Low diacritics: προεξέχω Capitals: ΠΡΟΕΞΕΧΩ
Transliteration A: proexéchō Transliteration B: proexechō Transliteration C: proeksecho Beta Code: proece/xw

English (LSJ)

A project from, τοῦ αἰγιαλοῦ Agath.5.22.

Greek (Liddell-Scott)

προεξέχω: ἐξέχω, τινί, εἴς τι πρᾶγμα, Ἀγαθ. 327, 16.

Greek Monolingual

ΝΜΑ ἐξέχω
εξέχω προς τα εμπρός, προέχω (α. «η στέγη δεν προεξέχει αρκετά για να φεύγουν τα νερά της βροχής» β. «πᾱν προβεβλημένον μέρος καὶ προεξέχον», Ιωάν. Τζέτζ.
γ. «τὸ τοῦ αἰγιαλοῦ προεξέχον», Αγαθ.)
αρχ.
υπερέχω, διακρίνομαι.