τριβωνικῶς: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> σαν [[τριβώνιο]] («τὸν [[τρίβων]]' ἄφες, τηνδὶ δὲ χλαῑναν | |mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> σαν [[τριβώνιο]] («τὸν [[τρίβων]]' ἄφες, τηνδὶ δὲ χλαῑναν ἀναβαλοῦ [[τριβωνικῶς]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο επίθ. <i>τριβωνικός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρίβων]] «[[είδος]] ενδύματος») <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ῶς</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 20:30, 13 June 2022
English (LSJ)
Adv. A in the fashion of a τρίβων (A), χλαῖναν ἀναβαλοῦ τ. Ar.V.1132.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐβωνικῶς: Ἐπίρρ., τὸν τρίβων’ ἄφες, τηνδὶ δὲ χλαῖναν ἀναβαλοῦ τριβωνικῶς, ὥσπερ τριβώνιον, Ἀριστοφ. Σφ. 1132.
French (Bailly abrégé)
adv.
en guise de surtout.
Étymologie: τρίβων.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. σαν τριβώνιο («τὸν τρίβων' ἄφες, τηνδὶ δὲ χλαῑναν ἀναβαλοῦ τριβωνικῶς», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο επίθ. τριβωνικός (< τρίβων «είδος ενδύματος») + επιρρμ. κατάλ. -ῶς].
Greek Monotonic
τρῐβωνικῶς: επίρρ. όπως ο τρίβων, μυστηριωδώς, με πανουργία, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριβωνικῶς [τρίβων] adv., kom. woordspeling op τρίβων sub 1 en 2, op de manier van een versleten jas / geroutineerd.
Russian (Dvoretsky)
τρῐβωνικῶς: на манер рубища Arph.