ἐχιδναῖος: Difference between revisions

From LSJ

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐχιδναῖος, -α, -ον (Α) [[έχιδνα]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[έχιδνα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δηλητηριάζει όπως η [[έχιδνα]] («Μοῡσαν ἐχιδναίῳ... ἔβαψε χόλῳ», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που μοιάζει με [[φίδι]] («ἐχιδναῖοισι κορύμβοις», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>4.</b> ο γεννημένος από την Έχιδνα, χθόνιο [[τέρας]] τών αρχαίων, <b>Νόνν.</b>).
|mltxt=ἐχιδναῖος, -α, -ον (Α) [[έχιδνα]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[έχιδνα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δηλητηριάζει όπως η [[έχιδνα]] («Μοῦσαν ἐχιδναίῳ... ἔβαψε χόλῳ», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που μοιάζει με [[φίδι]] («ἐχιδναῖοισι κορύμβοις», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>4.</b> ο γεννημένος από την Έχιδνα, χθόνιο [[τέρας]] τών αρχαίων, <b>Νόνν.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 20:40, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχιδναῖος Medium diacritics: ἐχιδναῖος Low diacritics: εχιδναίος Capitals: ΕΧΙΔΝΑΙΟΣ
Transliteration A: echidnaîos Transliteration B: echidnaios Transliteration C: echidnaios Beta Code: e)xidnai=os

English (LSJ)

α, ον, A of or like a viper, χόλος AP7.71 (Gaet.). 2 snaky, κόρυμβος Nonn.D.14.216. II pr. Adj. Ἐχιδναῖος, Ἐχιδναῖα, Ἐχιδναῖον, born of Echidna, δάκετον Call.Fr.161.

German (Pape)

[Seite 1126] von der Natter, zu der Natter gehörig, χόλος Gaetul. 6 (VII, 71); κόρυμβος Nonn. D. 14, 216 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχιδναῖος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς ἔχιδναν ἢ ὅμοιος ἐχίδνῃ, Καλλ. Ἀποσπ. 161, Ἀνθ. Π. 7. 71.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de vipère.
Étymologie: ἔχιδνα.

Greek Monolingual

ἐχιδναῖος, -α, -ον (Α) έχιδνα
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έχιδνα
2. μτφ. αυτός που δηλητηριάζει όπως η έχιδνα («Μοῦσαν ἐχιδναίῳ... ἔβαψε χόλῳ», Ανθ. Παλ.)
3. αυτός που μοιάζει με φίδι («ἐχιδναῖοισι κορύμβοις», Νόνν.)
4. ο γεννημένος από την Έχιδνα, χθόνιο τέρας τών αρχαίων, Νόνν.).

Greek Monotonic

ἐχιδναῖος: -α, -ον, αυτός που ανήκει ή είναι όμοιος με την οχιά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐχιδναῖος: змеиный (χόλος Anth.).

Middle Liddell

ἐχιδναῖος, η, ον
of or like a viper, Anth.