ὀφιοῦχος: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
m (Text replacement - "a" to "a")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α ὀφιοῡχος)<br /><b>ως κύριο όν.</b> <i>ο Οφιούχος</i><br />[[ευμεγέθης]] [[αστερισμός]] που εκτείνεται στα δύο [[σημεία]] του ουράνιου ισημερινού<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κρατά [[φίδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄφις]], -<i>ιος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>)].
|mltxt=ο (Α ὀφιοῦχος)<br /><b>ως κύριο όν.</b> <i>ο Οφιούχος</i><br />[[ευμεγέθης]] [[αστερισμός]] που εκτείνεται στα δύο [[σημεία]] του ουράνιου ισημερινού<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κρατά [[φίδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄφις]], -<i>ιος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>)].
}}
}}

Revision as of 20:45, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀφῐοῦχος Medium diacritics: ὀφιοῦχος Low diacritics: οφιούχος Capitals: ΟΦΙΟΥΧΟΣ
Transliteration A: ophioûchos Transliteration B: ophiouchos Transliteration C: ofioychos Beta Code: o)fiou=xos

English (LSJ)

ὁ, (ἔχω) the constellation A Ophiuchus, Serpentarius, or Anguitenens, Arat.76, Eudox. ap. Hipparch.1.2.7, Ptol.Tetr.26, etc.: —Adj. ὀφῐούχεος, ον, Arat.75,521. II a δαίμων who interferes with alchemists, Olymp.Alch.p.86 B.

German (Pape)

[Seite 426] Schlangen haltend, bes. ὁ Ὀ., ein Sternbild, der Schlangenhalter, Arat. 75 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφιοῦχος: ὁ (ἔχω), ὁ ἔχων, κρατῶν ὄφιν, ὄνομα ἀστερισμοῦ, Ophiuchus, Serpentarius, ἢ Anguitenens, Ἄρατ. 76, κτλ.· - ἐπίθ. ὀφιούχεος, α, ον, ὁ αὐτ. 75, 521.

Greek Monolingual

ο (Α ὀφιοῦχος)
ως κύριο όν. ο Οφιούχος
ευμεγέθης αστερισμός που εκτείνεται στα δύο σημεία του ουράνιου ισημερινού
αρχ.
αυτός που κρατά φίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος + -οῦχος (< ἔχω)].