επιτάφιος: Difference between revisions
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐπιτάφιος]], -ον και -ος, -ία, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] ή [[δίπλα]] στον τάφο, [[επιτύμβιος]] («επιτάφια [[στήλη]], [[πλάκα]]» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται στον ενταφιασμό ή γίνεται [[κατά]] την [[ταφή]], [[προς]] [[τιμή]] του νεκρού (α. «[[επιτάφιος]] [[λόγος]]» β. «[[Θουκυδίδης]] ἐπιτάφιόν τινα εἶπε τοῖς πρώτοις τοῦ πολέμου ἐκείνου | |mltxt=-α, -ο (AM [[ἐπιτάφιος]], -ον και -ος, -ία, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] ή [[δίπλα]] στον τάφο, [[επιτύμβιος]] («επιτάφια [[στήλη]], [[πλάκα]]» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται στον ενταφιασμό ή γίνεται [[κατά]] την [[ταφή]], [[προς]] [[τιμή]] του νεκρού (α. «[[επιτάφιος]] [[λόγος]]» β. «[[Θουκυδίδης]] ἐπιτάφιόν τινα εἶπε τοῖς πρώτοις τοῦ πολέμου ἐκείνου νεκροῖς», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το επιτάφιο</i><br />[[επίγραμμα]] [[πάνω]] στον τάφο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ο [[επιτάφιος]] ([[θρήνος]])», η [[ακολουθία]] της κηδεύσεως του Χριστού που ψάλλεται τη Μεγάλη Παρασκευή<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[επιτάφιος]]<br />[[ιερό]] άμφιο με κεντημένη ή ζωγραφισμένη [[εικόνα]] της κηδεύσεως του Χριστού, που τοποθετείται [[μέσα]] σε [[κουβούκλιο]] την [[ημέρα]] της Μεγάλης Παρασκευής για [[προσκύνηση]] και περιφέρεται στους δρόμους («[[περιφορά]] του επιταφίου»)<br /><b>2.</b> το ίδιο το [[κουβούκλιο]] όπου τοποθετείται η [[εικόνα]] της κηδεύσεως του Χριστού τη Μεγάλη Παρασκευή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐπιτάφια</i><br />α) [[κηδεία]], επικήδεια [[τελετή]]<br />β) [[επιτάφιος]] [[αγώνας]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐπιτάφιος]] [[σοφιστής]]» — αυτός που γράφει εγκωμιαστικούς λόγους για νεκρούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[τάφος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:51, 18 June 2022
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐπιτάφιος, -ον και -ος, -ία, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται πάνω ή δίπλα στον τάφο, επιτύμβιος («επιτάφια στήλη, πλάκα» κ.λπ.)
2. αυτός που αναφέρεται στον ενταφιασμό ή γίνεται κατά την ταφή, προς τιμή του νεκρού (α. «επιτάφιος λόγος» β. «Θουκυδίδης ἐπιτάφιόν τινα εἶπε τοῖς πρώτοις τοῦ πολέμου ἐκείνου νεκροῖς», Λουκιαν.)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το επιτάφιο
επίγραμμα πάνω στον τάφο
2. φρ. «ο επιτάφιος (θρήνος)», η ακολουθία της κηδεύσεως του Χριστού που ψάλλεται τη Μεγάλη Παρασκευή
μσν.- νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο επιτάφιος
ιερό άμφιο με κεντημένη ή ζωγραφισμένη εικόνα της κηδεύσεως του Χριστού, που τοποθετείται μέσα σε κουβούκλιο την ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής για προσκύνηση και περιφέρεται στους δρόμους («περιφορά του επιταφίου»)
2. το ίδιο το κουβούκλιο όπου τοποθετείται η εικόνα της κηδεύσεως του Χριστού τη Μεγάλη Παρασκευή
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπιτάφια
α) κηδεία, επικήδεια τελετή
β) επιτάφιος αγώνας
2. φρ. «ἐπιτάφιος σοφιστής» — αυτός που γράφει εγκωμιαστικούς λόγους για νεκρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τάφος.