εγγενής: Difference between revisions

From LSJ

αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child

Source
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἐγγενής]], -ές)<br /><b>1.</b> [[εγχώριος]], [[ντόπιος]] («ἐγγενὴς Θηβαῖος»)<br /><b>2.</b> (για ιδιότητες) [[σύμφυτος]] ή εκ γενετής (α. «[[εγγενής]] [[ανωμαλία]]» β. «εγγενείς δυσχέρειες» γ. «σφίσιν ἐγγενὲς [[ἔμεν]] ἀγαθοῑς» — [[γιατί]] από το [[φυσικό]] τους [[είναι]] γενναίοι)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συγγενής]], από την [[ίδια]] [[γενιά]]<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται σε όλη την [[οικογένεια]] («[[πόνος]] [[ἐγγενής]]», «τἀγγενῆ [[κακά]]»).
|mltxt=-ές (AM [[ἐγγενής]], -ές)<br /><b>1.</b> [[εγχώριος]], [[ντόπιος]] («ἐγγενὴς Θηβαῖος»)<br /><b>2.</b> (για ιδιότητες) [[σύμφυτος]] ή εκ γενετής (α. «[[εγγενής]] [[ανωμαλία]]» β. «εγγενείς δυσχέρειες» γ. «σφίσιν ἐγγενὲς [[ἔμεν]] ἀγαθοῖς» — [[γιατί]] από το [[φυσικό]] τους [[είναι]] γενναίοι)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συγγενής]], από την [[ίδια]] [[γενιά]]<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται σε όλη την [[οικογένεια]] («[[πόνος]] [[ἐγγενής]]», «τἀγγενῆ [[κακά]]»).
}}
}}

Latest revision as of 14:55, 18 June 2022

Greek Monolingual

-ές (AM ἐγγενής, -ές)
1. εγχώριος, ντόπιος («ἐγγενὴς Θηβαῖος»)
2. (για ιδιότητες) σύμφυτος ή εκ γενετής (α. «εγγενής ανωμαλία» β. «εγγενείς δυσχέρειες» γ. «σφίσιν ἐγγενὲς ἔμεν ἀγαθοῖς» — γιατί από το φυσικό τους είναι γενναίοι)
αρχ.
1. συγγενής, από την ίδια γενιά
2. αυτός που αναφέρεται σε όλη την οικογένειαπόνος ἐγγενής», «τἀγγενῆ κακά»).