δυσκατάπαυστος: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(δυσκᾰτάπαυστος) -ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-τᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[difícil de calmar]], [[ἄλγος]] A.<i>Ch</i>.470 (cód.), [[βοή]] LXX 3<i>Ma</i>.5.7, πάθος Sch.Hes.<i>Th</i>.98<br /><b class="num">•</b>[[difícil de refrenar o aplacar]] de pers. y abstr. ψυχή E.<i>Med</i>.109, θυμός Orib.<i>Syn</i>.5.49.5, πρᾶγμα D.25.49, στάσις Plu.2.246c, cf. <i>Alex</i>.31, Adam.1.7, ὀξύθυμοι καὶ δυσκατάπαυστοι de temperamentos, Orib.<i>Syn</i>.5.49.9<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ δυσκαταπαυστότερον la gran dificultad para calmarse</i> del mar, Thphr.<i>Vent</i>.35.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[con difícil aplacamiento]] δ. ἔχουσι πρὸς τὰς κατηγορίας οἱ ὀργιζόμενοι Sch.Er.<i>Il</i>.1.108-109.
|dgtxt=(δυσκᾰτάπαυστος) -ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-τᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[difícil de calmar]], [[ἄλγος]] A.<i>Ch</i>.470 (cód.), [[βοή]] [[LXX]] 3<i>Ma</i>.5.7, πάθος Sch.Hes.<i>Th</i>.98<br /><b class="num">•</b>[[difícil de refrenar o aplacar]] de pers. y abstr. ψυχή E.<i>Med</i>.109, θυμός Orib.<i>Syn</i>.5.49.5, πρᾶγμα D.25.49, στάσις Plu.2.246c, cf. <i>Alex</i>.31, Adam.1.7, ὀξύθυμοι καὶ δυσκατάπαυστοι de temperamentos, Orib.<i>Syn</i>.5.49.9<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ δυσκαταπαυστότερον la gran dificultad para calmarse</i> del mar, Thphr.<i>Vent</i>.35.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[con difícil aplacamiento]] δ. ἔχουσι πρὸς τὰς κατηγορίας οἱ ὀργιζόμενοι Sch.Er.<i>Il</i>.1.108-109.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:30, 20 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσκατάπαυστος Medium diacritics: δυσκατάπαυστος Low diacritics: δυσκατάπαυστος Capitals: ΔΥΣΚΑΤΑΠΑΥΣΤΟΣ
Transliteration A: dyskatápaustos Transliteration B: dyskatapaustos Transliteration C: dyskatapafstos Beta Code: duskata/paustos

English (LSJ)

ον, A hard to check, ἄλγος A.Ch.470 (lyr.); βοή LXX 3 Ma.5.7; of persons, Plu.Alex.31; restless, ψυχή E.Med.109 (anap.); τὸ -ότερον Thphr. Vent.35.

German (Pape)

[Seite 682] schwer zu stillen; ἄλγος Aesch. Ch. 470; schwer zu beruhigen, ψυχή Eur. Med. 109; vgl. Plut. Alex. 31.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκατάπαυστος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἀναχαιτίσῃ τις, ἄλγος Αἰσχύλ. Χο. 470· ἀνήσυχος, ψυχὴ Εὐρ. Μηδ. 109· -τὸ δυσκ. Θεόφρ. π. Ἀνέμ. 35.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à calmer ; agité.
Étymologie: δυσ-, καταπαύω.

Spanish (DGE)

(δυσκᾰτάπαυστος) -ον
• Prosodia: [-τᾰ-]
1 difícil de calmar, ἄλγος A.Ch.470 (cód.), βοή LXX 3Ma.5.7, πάθος Sch.Hes.Th.98
difícil de refrenar o aplacar de pers. y abstr. ψυχή E.Med.109, θυμός Orib.Syn.5.49.5, πρᾶγμα D.25.49, στάσις Plu.2.246c, cf. Alex.31, Adam.1.7, ὀξύθυμοι καὶ δυσκατάπαυστοι de temperamentos, Orib.Syn.5.49.9
neutr. subst. τὸ δυσκαταπαυστότερον la gran dificultad para calmarse del mar, Thphr.Vent.35.
2 adv. -ως con difícil aplacamiento δ. ἔχουσι πρὸς τὰς κατηγορίας οἱ ὀργιζόμενοι Sch.Er.Il.1.108-109.

Greek Monolingual

δυσκατάπαυστος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα αναχαιτίζεται
2. ανήσυχοςδυσκατάπαυστος ψυχή», Ευρ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσκατάπαυστον
η ιδιότητα του δυσκατάπαυστου.

Greek Monotonic

δυσκατάπαυστος: -ον (καταπαύω), δύσκολος στο να καμφθεί, να αναχαιτισθεί, απτόητος, ακούραστος, αέναος, συνεχής, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δυσκατάπαυστος: который трудно унять или успокоить (ἄλγος Aesch.; ψυχή Eur.; στάσις Plut.): δ. γεγονώς Plut. сильно возбужденный.

Middle Liddell

δυσ-κατάπαυστος, ον καταπαύω
hard to check, restless, Aesch., Eur.