ἄστεγος: Difference between revisions
πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no tiene techo]], [[que no tiene cobijo]] de pers. ἄστεγον εἰς οἶκον δέξαι Ps.Phoc.24, πτωχοί LXX <i>Is</i>.58.7, οἱ στρατιῶται ... ἐν ἀστέγῳ σταθμεύοντες App.<i>Hisp</i>.78, [[αὐτός]] Ph.1.574, ἄστεγοι ἠδ' ἀγύναιοι Man.1.173.<br /><b class="num">2</b> fig. [[que no pone techo]], [[que no pone freno]] ἄστεγον στόμα charlatán</i> LXX <i>Pr</i>.26.28, ὁ ἄ. χείλεσι el que no pone techo a sus labios</i>, que no puede estar callado</i> LXX <i>Pr</i>.10.8. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no tiene techo]], [[que no tiene cobijo]] de pers. ἄστεγον εἰς οἶκον δέξαι Ps.Phoc.24, πτωχοί [[LXX]] <i>Is</i>.58.7, οἱ στρατιῶται ... ἐν ἀστέγῳ σταθμεύοντες App.<i>Hisp</i>.78, [[αὐτός]] Ph.1.574, ἄστεγοι ἠδ' ἀγύναιοι Man.1.173.<br /><b class="num">2</b> fig. [[que no pone techo]], [[que no pone freno]] ἄστεγον στόμα charlatán</i> [[LXX]] <i>Pr</i>.26.28, ὁ ἄ. χείλεσι el que no pone techo a sus labios</i>, que no puede estar callado</i> [[LXX]] <i>Pr</i>.10.8. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄστεγος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει [[στέγη]], [[κατοικία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν μπορεί να σκεπάσει, να συγκρατήσει (τα [[λόγια]] του) («ἀστέγοις χείλεσι», «ἄστεγον [[στόμα]]», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>-<b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>στεγος</i> <span style="color: red;"><</span> [[στέγη]]). | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἄστεγος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει [[στέγη]], [[κατοικία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν μπορεί να σκεπάσει, να συγκρατήσει (τα [[λόγια]] του) («ἀστέγοις χείλεσι», «ἄστεγον [[στόμα]]», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>-<b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>στεγος</i> <span style="color: red;"><</span> [[στέγη]]). | ||
}} | }} |
Revision as of 16:00, 20 June 2022
English (LSJ)
ον, (στέγη) A without roof, houseless, Ps.-Phoc.24, LXX Is. 58.7, App.Hisp.78; unprotected, exposed, Ph.1.574. II (στέγω) Act., not holding: metaph., ἄ. χείλεσι unable to keep one's mouth shut, given to prating, LXX Pr.10.8; στόμα ἄ. ib.26.28.
German (Pape)
[Seite 374] (στέγη), 1) ohne Dach, unbedeckt, Phocyl.; VLL. – 2) nach B.A. 454 u. Suid. ὁ φλύαρος καὶ ἀνυπομόνητος; (von στέγω) nicht festhaltend, nicht bewahrend, ἄστεγος χείλεσιν LXX. – Bei Diosc. steht ἄστεγνος ὄγκος, unerträglich.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no tiene techo, que no tiene cobijo de pers. ἄστεγον εἰς οἶκον δέξαι Ps.Phoc.24, πτωχοί LXX Is.58.7, οἱ στρατιῶται ... ἐν ἀστέγῳ σταθμεύοντες App.Hisp.78, αὐτός Ph.1.574, ἄστεγοι ἠδ' ἀγύναιοι Man.1.173.
2 fig. que no pone techo, que no pone freno ἄστεγον στόμα charlatán LXX Pr.26.28, ὁ ἄ. χείλεσι el que no pone techo a sus labios, que no puede estar callado LXX Pr.10.8.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄστεγος, -ον)
αυτός που δεν έχει στέγη, κατοικία
αρχ.
αυτός που δεν μπορεί να σκεπάσει, να συγκρατήσει (τα λόγια του) («ἀστέγοις χείλεσι», «ἄστεγον στόμα», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < α-στερ. + -στεγος < στέγη).