πηρώ: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "ᾱσθαι" to "ᾶσθαι") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και δωρ. παρῶ, | |mltxt=και δωρ. παρῶ, [[παρόω]], Α [[πηρός]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] κάποιον ανάπηρο, [[ακρωτηριάζω]], [[σακατεύω]], («πεπήρωται τοὺς ὀφθαλμούς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ευνουχίζω]] («ἐάν παῑδας ὄντας πηρώσῃ τις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>πηροῦμαι</i><br />(για ζώα) [[είμαι]] [[ατελής]], [[ελαττωματικός]] σε κάποιο [[μέλος]] ή όργανο («ἡ δέ [[φώκη]] [[ὥσπερ]] πεπηρωμένον τετράπουν ἐστί», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[καθιστώ]] κάποιον ανίκανο, ατελή, [[παραβλάπτω]] κάποιον («τὴν ἐρωτικήν μοι τέχνην [[μήτε]] ἀφέλῃ [[μήτε]] πηρώσῃς δι' ὀργήν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> [[είμαι]] [[ανίκανος]] για [[κάτι]] («πεπηρωμένος πρὸς καρπογονίαν», Θεόφρ.)<br /><b>6.</b> [[βλάπτω]] ηθικά, [[ατιμάζω]] κάποιον<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> ατιμάζομαι («τὴν οἰκουμένης κορυφὴν ὑπὸ τυράννου βίας περιορᾶσθαι πηρουμένην», Λιβάν.). | ||
}} | }} |
Revision as of 16:26, 28 July 2022
Greek Monolingual
και δωρ. παρῶ, παρόω, Α πηρός
1. καθιστώ κάποιον ανάπηρο, ακρωτηριάζω, σακατεύω, («πεπήρωται τοὺς ὀφθαλμούς», Αριστοτ.)
2. ευνουχίζω («ἐάν παῑδας ὄντας πηρώσῃ τις», Αριστοτ.)
3. παθ. πηροῦμαι
(για ζώα) είμαι ατελής, ελαττωματικός σε κάποιο μέλος ή όργανο («ἡ δέ φώκη ὥσπερ πεπηρωμένον τετράπουν ἐστί», Αριστοτ.)
4. μτφ. καθιστώ κάποιον ανίκανο, ατελή, παραβλάπτω κάποιον («τὴν ἐρωτικήν μοι τέχνην μήτε ἀφέλῃ μήτε πηρώσῃς δι' ὀργήν», Πλάτ.)
5. παθ. είμαι ανίκανος για κάτι («πεπηρωμένος πρὸς καρπογονίαν», Θεόφρ.)
6. βλάπτω ηθικά, ατιμάζω κάποιον
7. παθ. ατιμάζομαι («τὴν οἰκουμένης κορυφὴν ὑπὸ τυράννου βίας περιορᾶσθαι πηρουμένην», Λιβάν.).