ἄκρυπτος: Difference between revisions
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ἀ,") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />non caché.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[κρυπτός]]. | |btext=ος, ον :<br />non caché.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κρυπτός]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 16:55, 14 August 2022
English (LSJ)
ον, A unhidden, E.Andr.834, Aen.Tact.39.6. Adv. -τως Phryn.PSp.11 B.
German (Pape)
[Seite 85] unverdeckt, neben δῆλος Eur. Andr. 836.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκρυπτος: -ον, ὁ μὴ κεκρυμμένος, Εὐρ. Ἀνδρ. 836. -Ἐπίρρ. -τως, Α. Β. 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non caché.
Étymologie: ἀ, κρυπτός.
Spanish (DGE)
-ον
1 no tapado, no escondido, al descubierto παλαίσματα A.Supp.296, βρόχος Aen.Tact.39.6, cf. E.Andr.834.
2 adv. -ως no celadamente Phryn.PS 11.
Greek Monolingual
και -φτος, -η, -ο (Α ἄκρυπτος, -ον)
αυτός που δεν τον έκρυψαν, ο φανερός
νεοελλ.
αυτός που δεν μπορεί να κρατηθεί μυστικός, να κρυφτεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. - + κρυπτὸς < κρύπτω.
Greek Monotonic
ἄκρυπτος: -ον (κρύπτω), αυτός που δεν έχει κρυφτεί, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄκρυπτος: нескрытый, нескрываемый: τί δέ με δεῖ καλύπτει ἄκρυπτα; Eur. к чему мне скрывать то, что не может быть сокрыто?
Middle Liddell
κρύπτω
unhidden, Eur.