ἄλιμος: Difference between revisions

From LSJ

Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut

Menander, Monostichoi, 525
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ,")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui apaise la faim.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[λιμός]].
|btext=ος, ον :<br />qui apaise la faim.<br />'''Étymologie:''' [[]], [[λιμός]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 17:00, 14 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄλῑμος Medium diacritics: ἄλιμος Low diacritics: άλιμος Capitals: ΑΛΙΜΟΣ
Transliteration A: álimos Transliteration B: alimos Transliteration C: alimos Beta Code: a)/limos

English (LSJ)

ον, A banishing hunger, τροφή, afood said to be prepared from asphodel and mallows, Herodor.1.J., Hermipp.Hist.1.8, cf. Plu.2.157d, Porph.Abst.4.20.

German (Pape)

[Seite 96] hungervertreibend, φάρμακον, δύναμις, Plut. Conv. sap. 14; vgl. Ath. II, 58 f IV, 161 a.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui apaise la faim.
Étymologie: , λιμός.

Spanish (DGE)

-ον
que quita el hambre τροφή Herodor.1, cf. Hermipp.Hist.12a, Plu.2.157d, Porph.Abst.4.20.

Greek Monolingual

(I)
ἄλιμος, -ον (Α) λιμός
αυτός που διώχνει, που κατευνάζει την πείνα.
(II)
ἅλιμος, -ον (Α) ἅλς
1. αυτός που ανήκει στη θάλασσα ή προέρχεται από αυτήν
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἅλιμον
παραλία, ακροθαλασσιά
3. ως ουσ. αρχ. ἅλιμον, το (στον Διοσκ.) ἅλιμος, ο
αρμυρήθρα.

Russian (Dvoretsky)

ἄλῑμος: утоляющий голод (δύναμις, σιτία Plut.).