προϋπόκειμαι: Difference between revisions
Ἀλλ᾽ Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 $2:") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προϋπόκειμαι:'''<br /><b class="num">1)</b> лежать в основе (τινος и τινι Plut.): τόπον προϋποκεῖσθαι τοῖς γινομένοις Plut. (из слов Гесиода о Хаосе следует), что пространство лежит в основе (всего) совершающегося;<br /><b class="num">2)</b> предшествовать: τὰ προϋποκείμενα Sext. предшествующие обстоятельства, прошлое;<br /><b class="num">3)</b> быть ранее отданным в залог (ἡ προϋποκειμένη γῆ Plut.). | |elrutext='''προϋπόκειμαι:'''<br /><b class="num">1)</b> лежать в основе (τινος и τινι Plut.): τόπον προϋποκεῖσθαι τοῖς γινομένοις Plut. (из слов Гесиода о Хаосе следует), что пространство лежит в основе (всего) совершающегося;<br /><b class="num">2)</b> [[предшествовать]]: τὰ προϋποκείμενα Sext. предшествующие обстоятельства, прошлое;<br /><b class="num">3)</b> быть ранее отданным в залог (ἡ προϋποκειμένη γῆ Plut.). | ||
}} | }} |
Revision as of 14:15, 19 August 2022
English (LSJ)
serving as pf. Pass. to προϋποτίθημι, A to be put under before, Dsc.1.8, Sor.1.68, Gal.6.289; subsist before, τὰ -κείμενα parts already founded, of a city, Str.5.3.7; -κειμένης ὥσπερ ἐδάφους τῆς ἐν τῷ λέγειν δυνάμεως Longin.8.1; χώραν ἔδει καὶ τόπον -κεῖσθαι τοῖς γενομένοις Plu.2.678f; τὸ δεξόμενον π. σώματι Ph.2.490, cf. S.E.P.3.94; προϋπόκειται τοῦ ἀνδριάντος τὸ ἐργαστήριον Id.M.10.218, cf. Hierocl.in CA10p.436M.; -κειμένη γνῶσις A.D.Synt.29.19; σῶμα -κείμενον Dam.Pr.14. 2 to be assumed first, Nicom.Ar.1.4. II to be mortgaged before, Plu.Sol.15, PMasp.97.34, al. (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 795] (s. κεῖμαι), vorher darunter gelegt sein, darunterliegen, als Grundlage; übh. vorher existiren, da sein; Plut. Sol. 15; Philo u. a. Sp., wie S. Emp. oft.
Greek (Liddell-Scott)
προϋπόκειμαι: ὡς παθητ. τοῦ προϋποτίθημι, ὑπόκειμαι προηγουμένως ὡς βάσις, Λογγῖν. 8· τινι Πλούτ. 2. 678F. 2) = προϋπάρχω ΙΙ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 94. ΙΙ. προϋπάρχω ὡς ὑποθήκη, Πλουτ. Σόλ. 15, Ἐπιγρ. Ἁλ. παρὰ Newton.
French (Bailly abrégé)
1 servir auparavant de fondement : τινι en qch, à qch;
2 être hypothéqué auparavant.
Étymologie: πρό, ὑπόκειμαι.
Greek Monolingual
ΜΑ ὑπόκειμαι
προϋπάρχω (α. «αὐτεξούσιον... γεγονέναι τὸν ἄνθρωπον
οὐχ ὡς προυποκειμένου τινὸς ἤδη κακοῦ», Μεθόδ.
β. «προϋπόκειται τοῦ ἀνδριάντος τὸ ἐργαστήριον», Σέξτ. Εμπ.)
αρχ.
1. υπάρχω ήδη ως προϋπόθεση
2. έχω προηγουμένως υποθηκευθεί.
Greek Monotonic
προϋπόκειμαι: Παθ., προϋπάρχω ως βάση ή δεδομένο, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
προϋπόκειμαι:
1) лежать в основе (τινος и τινι Plut.): τόπον προϋποκεῖσθαι τοῖς γινομένοις Plut. (из слов Гесиода о Хаосе следует), что пространство лежит в основе (всего) совершающегося;
2) предшествовать: τὰ προϋποκείμενα Sext. предшествующие обстоятельства, прошлое;
3) быть ранее отданным в залог (ἡ προϋποκειμένη γῆ Plut.).