πολλαχῶς: Difference between revisions
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πολλᾰχῶς:'''<br /><b class="num">1)</b> многими способами (οὐχ ἑνὶ τρόπῳ, ἀλλὰ π. Dem.);<br /><b class="num">2)</b> [[во многих смыслах]], [[в различных значениях]] (λέγεσθαι Arst.). | |elrutext='''πολλᾰχῶς:'''<br /><b class="num">1)</b> [[многими способами]] (οὐχ ἑνὶ τρόπῳ, ἀλλὰ π. Dem.);<br /><b class="num">2)</b> [[во многих смыслах]], [[в различных значениях]] (λέγεσθαι Arst.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 19:30, 19 August 2022
English (LSJ)
Adv. A in many ways, Diog.Apoll. 2, Isoc.4.8, D.22.25, etc.; π. λέγεσθαι in many senses, Arist.Top.158b10, Pol.1276a23.
German (Pape)
[Seite 658] auf vielerlei, vielfältige Art; Plat. Conv. 209 e; Isocr. 4, 8; Ggstz von ἑνὶ τρόπῳ, Dem. 22, 25; Pol. 9, 2, 1 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πολλᾰχῶς: ἐπίρρ., κατὰ πολλοὺς τρόπους. Ἰσοκρ. 42C, Δημ. 601. 9, κτλ.· π. λέγεσθαι, μὲ πολλὰς ἐννοίας, σημασίας, Ἀριστ. Τοπ. 2. 3, 1 κἑξ., Πολιτικ. 3. 3, 4 κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
adv.
de beaucoup de manières.
Étymologie: *πολλαχός.
Greek Monolingual
πολλαχῶς ΝΜΑ
επίρρ.
1. με πολλούς και διαφόρους τρόπους, ποικιλοτρόπως («οὐκ ἑνὶ ἔδωκε τρόπω... λαμβάνειν δίκην... ἀλλὰ πολλαχῶς», Δημοσθ.)
2. με πολλές έννοιες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλ(ο)- του πολύς + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- + επιρρμ. κατάλ. -ῶς (πρβλ. παντ-αχ-ώς)].
Greek Monotonic
πολλᾰχῶς: επίρρ., με πολλούς τρόπους, σε Δημ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
πολλᾰχῶς:
1) многими способами (οὐχ ἑνὶ τρόπῳ, ἀλλὰ π. Dem.);
2) во многих смыслах, в различных значениях (λέγεσθαι Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολλαχῶς [~ πολύς] adv., op veel manieren.
Middle Liddell
in many ways, Dem., etc.