πεμπτός: Difference between revisions

From LSJ

τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world

Source
m (Text replacement - " f.l." to " f.l.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)«([\p{Cyrillic}\s]+)»" to "«$1»")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πεμπτός:''' [adj. verb. к [[πέμπω]] посланный: οἱ ἀπὸ τῶν τετρακοσίων πεμπτοὶ πρέσβεις Thuc. послы «совета Четырехсот».
|elrutext='''πεμπτός:''' [adj. verb. к [[πέμπω]] посланный: οἱ ἀπὸ τῶν τετρακοσίων πεμπτοὶ πρέσβεις Thuc. послы «[[совета Четырехсот]]».
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πεμπτός]], ή, όν verb. adj.]<br />sent, Thuc. [from [[πέμπω]]
|mdlsjtxt=[[πεμπτός]], ή, όν verb. adj.]<br />sent, Thuc. [from [[πέμπω]]
}}
}}

Revision as of 09:05, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεμπτός Medium diacritics: πεμπτός Low diacritics: πεμπτός Capitals: ΠΕΜΠΤΟΣ
Transliteration A: pemptós Transliteration B: pemptos Transliteration C: pemptos Beta Code: pempto/s

English (LSJ)

ή, όν, A sent, ἀπὸ τῶν τετρακοσίων π. πρέσβεις f.l. in Th.8.86.

German (Pape)

[Seite 553] adj. verb. von πέμπω, geschickt, gesendet, Thuc. 8, 86 u. A.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
envoyé.
Étymologie: adj. verb. de πέμπω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πεμπτός, -ή, -όν, ΝΑ πέμπω
σταλμένος, απεσταλμένος («ἀπὸ τών τετρακοσίων πεμπτοὶ πρέσβεις», Θουκ.).

Greek Monotonic

πεμπτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ., αυτός που στέλεται, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

πεμπτός: [adj. verb. к πέμπω посланный: οἱ ἀπὸ τῶν τετρακοσίων πεμπτοὶ πρέσβεις Thuc. послы «совета Четырехсот».

Middle Liddell

πεμπτός, ή, όν verb. adj.]
sent, Thuc. [from πέμπω