ἔπανδρος: Difference between revisions
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἔπανδρος:''' мужской, подобающий мужчине, мужественный ([[πρᾶξις]] Diod.; [[μουσική]] Sext.). | |elrutext='''ἔπανδρος:''' [[мужской]], [[подобающий мужчине]], [[мужественный]] ([[πρᾶξις]] Diod.; [[μουσική]] Sext.). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:00, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, (ἀνήρ) A manly, Demad.37, Phld.Ir.p.65 W., Vett. Val.14.24, al.; πρᾶξις D.S.4.50; ἐργασία IG4.951 (i B.C.); τὸ ἔ. masculine spirit, Corn.ND20; ἔργα Hierocl.p.63 A. (Comp.). Adv. -δρως S.E.M.11.107; ἀγωνίσασθαι CIG4239 (Tlos), cf. SIG709.6 (Cherson., ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 901] mannhaft, einem Manne geziemend, πρᾶξις D. Sic. 4, 50; μουσική Sext. Emp. adv. mus. 15; von einem Manne, ἔπ. καὶ ἀῤῥενουργός Nicomach. in Phot. bibl. p. 144, 15; – τὸ ἔπανδρον, männliches Wesen, Palaeph. – Adv., ἐπ. ἀγωνίζεσθαι Sext. Emp. adv. eth. 107.
Greek (Liddell-Scott)
ἔπανδρος: -ον, (ἀνὴρ) ἀνδρικός, Διόδ. 4. 50, Συλλ. Ἐπιγρ. 5879.7· τὸ ἔπανδρον, τὸ ἀνδρικόν, Κορνοῦτ. π. Θεῶν Φύσ. 20. - Ἐπίρρ. ἐπάνδρως, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 107, Συλλ. Ἐπιγρ. 4239.
Greek Monolingual
ἔπανδρος, -ον (Α)
1. αυτός που αρμόζει σε άνδρα, ανδροπρεπής, ανδρικός («φασὶν ἔπανδρον καὶ μνήμης ἀξίαν ἐπιτελέσασθαι πρᾱξιν», Διόδ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔπανδρον
ανδρικό, αρρενωπό παράστημα.
επίρρ...
ἐπάνδρως
ανδρικά, γενναία, με ανδρικό φρόνημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -ανδρος (< ανήρ), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. άνανδρος, εύανδρος)].
Russian (Dvoretsky)
ἔπανδρος: мужской, подобающий мужчине, мужественный (πρᾶξις Diod.; μουσική Sext.).