καταμωκάομαι: Difference between revisions

From LSJ

τὰ τῆς γενέσεως εὐτελῆ σπάργανα → a mean origin, the cheap swaddling-cloth of his birth

Source
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''καταμωκάομαι:''' смеяться, насмехаться (τινος Plut.).
|elrutext='''καταμωκάομαι:''' [[смеяться]], [[насмехаться]] (τινος Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Dep. to [[mock]] at, τινος Plut.
|mdlsjtxt=Dep. to [[mock]] at, τινος Plut.
}}
}}

Revision as of 11:20, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμωκάομαι Medium diacritics: καταμωκάομαι Low diacritics: καταμωκάομαι Capitals: ΚΑΤΑΜΩΚΑΟΜΑΙ
Transliteration A: katamōkáomai Transliteration B: katamōkaomai Transliteration C: katamokaomai Beta Code: katamwka/omai

English (LSJ)

A mock at, c. gen., Plu.Demetr.13, Epict.Ench.22: c. acc., Anon. ap. Suid.: abs., LXX 2 Ch.30.10, Hld.7.25, Sch.A.R.3.791.

German (Pape)

[Seite 1364] verspotten, verlachen, τινός, Plut. Demetr. 13; Epict. enchir. 22 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καταμωκάομαι: ἀποθ., ἐμπαίζω, καταγελῶ, ἄνευ πτώσεως, κλωγμὸς συριττόντων, καταμωκωμένων· μετὰ γεν., Πλουτ. Δημήτρ. 13, Ἐπικτ. Ἐγχειριδ. 22· μετ’αἰτ., Κλήμ. Ἀλ. 106, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ.· «καταμωκᾶσθαι, κατειρωνεύεσθαι, διασύρειν, κωμῳδεῖν, διακωμῳδεῖν, τωθάζειν», ὡς συνώνυμα μνημονεύει ὁ Πολυδ. Ϛ΄, 200, (πρβλ. τὸ Γαλλ. (se) moquer de).

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
se moquer de, gén. .
Étymologie: κατά, μωκάω.

Greek Monotonic

καταμωκάομαι: αποθ., εμπαίζω, κοροϊδεύω, τινος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

καταμωκάομαι: смеяться, насмехаться (τινος Plut.).

Middle Liddell

Dep. to mock at, τινος Plut.