Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κρημνώδης: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei

Menander, Monostichoi, 514
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κρημνώδης:''' крутой, обрывистый (τὰ [[θάτερα]] τοῦ ποταμοῦ Thuc.; κ. καὶ τραχεῖα [[νῆσος]] Plut.).
|elrutext='''κρημνώδης:''' [[крутой]], [[обрывистый]] (τὰ [[θάτερα]] τοῦ ποταμοῦ Thuc.; κ. καὶ τραχεῖα [[νῆσος]] Plut.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 11:25, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρημνώδης Medium diacritics: κρημνώδης Low diacritics: κρημνώδης Capitals: ΚΡΗΜΝΩΔΗΣ
Transliteration A: krēmnṓdēs Transliteration B: krēmnōdēs Transliteration C: krimnodis Beta Code: krhmnw/dhs

English (LSJ)

ες, A precipitous, Th.7.84, Dsc.4.144, Onos.10.17, etc.; τὸ κ. τῆς ὄχθης Plu.Tim.31: Sup., Hdn.6.5.5.

Greek (Liddell-Scott)

κρημνώδης: -ες, (εἶδος) ἀπότομος, ἀπόκρημνος, Θουκ. 7. 84, κτλ.· τὸ κρημνῶδες τῆς ὄχθης Πλουτ. Τιμολ. 31.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
escarpé.
Étymologie: κρημνός, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες (AM κρημνώδης, -ῶδες)
αυτός που μοιάζει με γκρεμό ή ο γεμάτος γκρεμούς, απότομος («τὸ κρημνῶδες τῆς ἑκατέρωθεν ὄχθης», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρημνός + -ώδης].

Greek Monotonic

κρημνώδης: -ες (εἶδος), απόκρημνος, απότομος, κατακόρυφος, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

κρημνώδης: крутой, обрывистый (τὰ θάτερα τοῦ ποταμοῦ Thuc.; κ. καὶ τραχεῖα νῆσος Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρημνώδης -ες [κρημνός] steil.

Middle Liddell

κρημν-ώδης, ες εἶδος
precipitous, Thuc.

English (Woodhouse)

precipitous, sheer, steep

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)