ἐμφανιστικός: Difference between revisions
οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐμφᾰνιστικός:''' показывающий, доказывающий (διὰ προγιγνωσκομένων Plat.). | |elrutext='''ἐμφᾰνιστικός:''' [[показывающий]], [[доказывающий]] (διὰ προγιγνωσκομένων Plat.). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 20 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, A declaratory, λόγος Pl.Def.414e; expressive, Longin.31.1 (Comp.): c. gen., Porph. ap. Eus.PE3.11, Dam.Pr.350; τὸ -κὸν αὐτόθεν ἔχειν, of names which carry their own meaning, Ptol.Tetr.34. II v. ἐμφανίσιμα. 2 -κόν, τό, deposit paid on laying an information, PMasp.89.5 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 819] ή, όν, kundmachend, erklärend; Plat. defin. 414 e; Longin. 31, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμφᾰνιστικός: -ή, -όν, ἐνδεικτικός, δηλωτικός, λόγος ἐμφανιστικὸς διὰ προγινωσκομένων Πλάτ. Ὅροι 414Ε· ἐκφραστικός, Λογγῖνος π. Ὕψ. 81. 1.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1demostrativo λόγος Pl.Def.414e.
2 significativo, indicativo ὁ ἰδιωτισμὸς ... παρὰ πολὺ ἐμφανιστικώτερον Longin.31.1, c. gen. τῆς ἰσχύος Porph.Fr.359.33, cf. Dam.in Prm.350 (p.143), S.E.M.1.105
•subst. τὸ ἐ. el significado τό τε αἴτιον καὶ τὸ ἐ. Ptol.Tetr.1.13.5.
II admin., subst. plu. τὰ ἐμφανιστικά tasa por la presentación de una notificación de denuncia, PMasp.32.42 (VI d.C.), Iust.Nou.56 (tít.).
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐμφανιστικός, -ή, -όν)
αρχ.
1. δηλωτικός, βεβαιωτικός
2. εκφραστικός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐμφανιστικόν
α) η ιδιότητα ενός ονόματος ή γενικώς λέξεως να έχει ολοφάνερη σημασία
β) χρηματική καταβολή με την κατάθεση μηνύσεως
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ἐμφανιστικά
εμφανίσιμα.
Russian (Dvoretsky)
ἐμφᾰνιστικός: показывающий, доказывающий (διὰ προγιγνωσκομένων Plat.).