εὐχρηστέω: Difference between revisions
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὐχρηστέω:''' быть (очень) полезным, идти на пользу (τινι Polyb.; εὐχρηστεῖ τὰ μαθήματα Diog. L.); pass. получать помощь ([[ὑπό]] τινος Plut.; διά τινα Diod.). | |elrutext='''εὐχρηστέω:''' [[быть]] (очень) полезным, идти на пользу (τινι Polyb.; εὐχρηστεῖ τὰ μαθήματα Diog. L.); pass. получать помощь ([[ὑπό]] τινος Plut.; διά τινα Diod.). | ||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 20 August 2022
English (LSJ)
A to be serviceable, τινι for a thing, Plb.12.18.3; εἴς τι Dsc.1.7; ἐπί τινι Ruf. ap. Orib.8.39.5, etc.; τινι to a person, SIG618.13 (Heraclea ad Latm., ii B.C.): abs., Chrysipp.Stoic.3.184, Diog.Bab.ib. 3.233, Michel 163.22 (Delos). 2 lend, advance, UPZ 123.26, Inscr.Prien.108.109 (ii B.C.). II Pass., εὐχρηστεῖσθαι διά τινα to receive assistance through his means, D.S.5.12; ὑπό τινος Plu.2.185e. 2 to be in common use, of words, Eust.964.21, etc.
German (Pape)
[Seite 1110] brauchbar, dienlich sein, wozu dienen; τινί, Pol. 12, 18, 3; εἴς τι, Diosc.; absolut, Chrysipp. D. L. 7, 129 u. a. Sp. – Pass. εὐχρηστεῖσθαι ὑπό τινος, Vortheil von Einem haben, Wohlthaten von ihm empfangen, Plut. Reg. apopth. Themist. p. 115; Ath. VI, 274 e; κατὰ πολλὰ διὰ τοὺς ἐμπόρους D. Sic. 5, 12. Vgl. Lob. Phryn. 402.
Greek (Liddell-Scott)
εὐχρηστέω: εἶμαι χρήσιμος, τινι, διά τι πρᾶγμα, Πολύβ. 12. 18, 3· εἴς τι Διοσκ. 1 6, κτλ.· τινι, εἴς τινα (ἄνθρωπον), Συλλ. Ἐπιγρ. 3800. 13· ἀπολ., Χρύσιππ. Παρὰ Διογ. Λ. 7. 129, Συλλ. Ἐπιγρ. 2270. 22. II. Παθ., εὐχρηστεῖσθαι διά τινα, λαμβάνειν βοήθειαν διά τινος, Διόδ. 5. 12· ὑπό τινος Πλούτ. 2. 185D 2) εἶμαι ἐν κοινῇ χρήσει, ἐπὶ λέξεων, Εὐστ. 964. 21, κτλ.
Russian (Dvoretsky)
εὐχρηστέω: быть (очень) полезным, идти на пользу (τινι Polyb.; εὐχρηστεῖ τὰ μαθήματα Diog. L.); pass. получать помощь (ὑπό τινος Plut.; διά τινα Diod.).