δυσέφοδος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "nisi leg." to "nisi leg.") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δυσέφοδος:''' мало доступный (διὰ τὸ [[πλῆθος]] διωρύγων [[χώρα]] Diod.). | |elrutext='''δυσέφοδος:''' [[мало доступный]] (διὰ τὸ [[πλῆθος]] διωρύγων [[χώρα]] Diod.). | ||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A hard to get at, inaccessible, D.S.1.57 (Sup.); τὸ δ. Phld.Rh.1.325 S. (nisi leg. δυσέφικτον).
German (Pape)
[Seite 680] schwer zugänglich; im superl. D. Sic. 1, 57.
Greek (Liddell-Scott)
δυσέφοδος: -ον, δυσπρόσιτος, Διόδ. 1. 57.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de atacar ἡ κρατίστη (χώρα) τῆς Αἰγύπτου ... δυσεφοδωτάτη γέγονε D.S.1.57, dud. τὸ δ. Phld.Rh.1.325.
Greek Monolingual
δυσέφοδος, -ον (Α)
1. δυσκολοπρόσβλητος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσέφοδον
η ιδιότητα του δυσέφοδου.
Russian (Dvoretsky)
δυσέφοδος: мало доступный (διὰ τὸ πλῆθος διωρύγων χώρα Diod.).