μουσοπρόσωπος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μουσοπρόσωπος:''' с лицом музы Anth. | |elrutext='''μουσοπρόσωπος:''' [[с лицом музы]] Anth. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μουσο-[[πρόσωπος]], ον<br />[[musical]]-looking, Anth. | |mdlsjtxt=μουσο-[[πρόσωπος]], ον<br />[[musical]]-looking, Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:20, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A musical-looking, AP9.570 (Phld.).
German (Pape)
[Seite 211] mit Musenantlitz, Philodem. 32 (IX, 570).
Greek (Liddell-Scott)
μουσοπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων μουσικὸν ἐξωτερικόν, Ἀνθ. Π. 9. 570.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a les traits d’une Muse.
Étymologie: μοῦσα, πρόσωπον.
Greek Monolingual
μουσοπρόσωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει όψη Μούσας.
Greek Monotonic
μουσοπρόσωπος: -ον, αυτός που έχει μουσική όψη, που μοιάζει με μουσικό, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μουσοπρόσωπος: с лицом музы Anth.