ψάμμινος: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ψάμμῐνος:''' песчаный ([[οὖρος]] Her.).
|elrutext='''ψάμμῐνος:''' [[песчаный]] ([[οὖρος]] Her.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 14:05, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψάμμῐνος Medium diacritics: ψάμμινος Low diacritics: ψάμμινος Capitals: ΨΑΜΜΙΝΟΣ
Transliteration A: psámminos Transliteration B: psamminos Transliteration C: psamminos Beta Code: ya/mminos

English (LSJ)

η, ον, A of sand, sandy, Hdt.2.99, Philostr.Her.3.4.

German (Pape)

[Seite 1391] von Sand, im Sande, sandig, Her. 2, 99.

Greek (Liddell-Scott)

ψάμμῐνος: -η, -ον, ὁ ἐξ ἄμμου πεποιημένος ἢ ἐν τῇ ἄμμῳ ὤν, ἀμμώδης, Ἡρόδ. 2. 99, Φιλόστρ. 699.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de sable.
Étymologie: ψάμμος.

Greek Monolingual

-ίνη -ον, Α
αυτός που αποτελείται από άμμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάμμος «άμμος» + κατάλ. -ινος (πρβλ. ξύλ-ινος)].

Greek Monotonic

ψάμμῐνος: -η, -ον (ψάμμος), αυτός που έχει φτιαχτεί από άμμο, αμμώδης, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ψάμμῐνος: песчаный (οὖρος Her.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψάμμινος -η -ον [ψάμμος] zanderig.

Middle Liddell

ψάμμῐνος, η, ον ψάμμος
of sand, sandy, Hdt.