φυτώνυμος: Difference between revisions
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φῠτώνῠμος:''' получивший свое название от растения ([[πόλις]] Anth.). | |elrutext='''φῠτώνῠμος:''' [[получивший свое название от растения]] ([[πόλις]] Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=φῠτ-ώνῠμος, ον,<br />named from a [[plant]] or [[tree]], Anth. | |mdlsjtxt=φῠτ-ώνῠμος, ον,<br />named from a [[plant]] or [[tree]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:10, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A named from a plant or tree, AP14.34, Ach.Tat.2.14.
German (Pape)
[Seite 1320] von einer Pflanze od. einem Baume den Namen habend, νῆσός τις πόλις ἐστὶ φυτώνυμον αἷμα λαχοῦσα Ep. ad. paralip. 156 (XIV, 34) aus dem Orakel, welches bei Ach. Tat. 2, 14 steht.
Greek (Liddell-Scott)
φῠτώνῠμος: -ον, ὁ λαβὼν τὸ ὄνομα ἔκ τινος φυτοῦ ἢ δένδρου, Ἀνθ. Π. 14. 34, Ἀχιλλ. Τάτ. 2. 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tire son nom d’une plante ou d’un arbre.
Étymologie: φυτόν, ὄνομα.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πάρει το όνομα του από ένα φυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτόν + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. πατρ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
φῠτώνῠμος: -ον, αυτός που πήρε το όνομά του από κάποιο φυτό ή δέντρο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
φῠτώνῠμος: получивший свое название от растения (πόλις Anth.).