ἀνείδεος: Difference between revisions
m (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ἀ,") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀνείδεος:''' бесформенный ([[ὕλη]] Plut.). | |elrutext='''ἀνείδεος:''' [[бесформенный]] ([[ὕλη]] Plut.). | ||
}} | }} |
Revision as of 14:15, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, (εῖδος) A formless, ὕλη Placit.1.2.3, cf. Ph.1.417, al., Plot.1.8.3, al., Ael.NA2.56; ὕλη without specific difference, Dam.Pr. 425; of persons, μικρά τις καὶ ἀνείδεος Aen.Gaz. Thphr.p.62B.
German (Pape)
[Seite 220] gestaltlos, roh, ὕλη ἄμορφος καὶ ἀν. Plut. plac. phil. 1, 9, vgl. ἀνίδεος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνείδεος: -ον, (εἶδος) ὁ μὴ ἔχων εἶδος, δηλ. μορφήν, ἄμορφοι, Στοβ. Ἐκλογ. 1. 310, Πλούτ. 2. 882C, Αἰλ. π. Ζ. 2. 56: - ὡσαύτως ἀνειδής, ἑς, Φίλων 1. 598.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans forme.
Étymologie: ἀ, εἶδος.
Spanish (DGE)
-ον
I 1fil. informe ὕλη Placit.1.2.2, 1.9.4, Sallust.17.6, ἄποιος καὶ ἀ. καὶ ἀσχημάτιστος οὐσία Ph.1.547, cf. Dam.Pr.425, ἀ. καὶ ἄπλαστος φύσις Ph.1.528
•subst. del mal respecto al bien οἷον ... ἀνείδεον πρὸς εἰδοποιητικόν como (es) lo informe a la causa formal Plot.1.8.3, cf. Iambl.Myst.1.5
•teol. del Padre, Gr.Nyss.Eun.2.210, del Hijo, Basil.M.29.561C.
2 sin forma ἧπαρ μυῶν Ael.NA 2.56, ἡ μικρά τις καὶ ἀνείδεος ὑγρότης Aen.Gaz.Thphr.p.56
•subst. ἀνείδεον Sch.Ar.Ra.1497.
II adv. -ως teol. sin forma del Espíritu Santo, Didym.Trin.2.4.8.
Greek Monolingual
ἀνείδεος, -ον (Α)
στερούμενος μορφής, άμορφος, ακατέργαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + είδος «μορφή, σχήμα»].
Russian (Dvoretsky)
ἀνείδεος: бесформенный (ὕλη Plut.).