ἰαμβεῖος: Difference between revisions

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68
m (Text replacement - " in pl." to " in plural")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἰαμβεῖος:''' ямбический ([[μέτρον]] Arst.).
|elrutext='''ἰαμβεῖος:''' [[ямбический]] ([[μέτρον]] Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἰαμβεῖος]], ον [[ἴαμβος]]<br /><b class="num">I.</b> iambic, [[μέτρον]] Arist.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]], [[ἰαμβεῖον]], ου, τό, an iambic [[verse]], Ar., Plat.<br /><b class="num">2.</b> iambic [[metre]], Arist.
|mdlsjtxt=[[ἰαμβεῖος]], ον [[ἴαμβος]]<br /><b class="num">I.</b> iambic, [[μέτρον]] Arist.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]], [[ἰαμβεῖον]], ου, τό, an iambic [[verse]], Ar., Plat.<br /><b class="num">2.</b> iambic [[metre]], Arist.
}}
}}

Revision as of 14:40, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰαμβεῖος Medium diacritics: ἰαμβεῖος Low diacritics: ιαμβείος Capitals: ΙΑΜΒΕΙΟΣ
Transliteration A: iambeîos Transliteration B: iambeios Transliteration C: iamveios Beta Code: i)ambei=os

English (LSJ)

[ῐ], ον, (ἴαμβος) A iambic, μέτρον Arist.Po.1448b31. II as substantive ἰαμβεῖον, τό, iambic verse, Ar.Ra.1133, 1204, Pl.R.602b, Arist.Po.1458b19, Sammelb.6308(iii B.C.), etc.: in plural, iambic poem, Luc.Salt.27: generally, verse, line, Ath.8.355a (of anapaests). 2 iambic metre, Arist.Rh.1404a31.

German (Pape)

[Seite 1232] jambisch, z. B. ἰαμβεῖον μέτρον Arist. poet. 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἰαμβεῖος: -ον, (ἴαμβος) ἰαμβικός, μέτρον Ἀριστ. Ποιητ. 4. 10. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἰαμβεῖον, τό, ἰαμβικὸς στίχος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1133, 1204, Πλάτ. Πολ. 602Β, Ἀριστ., κλ.· ἐν τῷ πληθ., ἰαμβικὸν ποίημα, Λουκ. π. Ὀρχ. 27· καθόλου, στίχος, Ἀθήν. 355Α. 2) ἰαμβικὸν μέτρον, Ἀριστ. Ρητ. 3. 1, 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
iambique.
Étymologie: ἴαμβος.

Greek Monolingual

-ο (Α ἰαμβεῑος, -ον) ίαμβος
το ουδ. ως ουσ. το ιαμβείο(ν)
ο ιαμβικός στίχος
αρχ.
1. ιαμβικός («ἰαμβεῑον... μέτρον», Αριστοτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰαμβεῑον
το ιαμβικό μέτρο
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ίαμβεῑα
τα ιαμβικά ποιήματα.

Greek Monotonic

ἰαμβεῖος: -ον (ἴαμβος
I. ιαμβικός, μέτρον, σε Αριστοφ.
II. 1. ως ουσ., ἰαμβεῖον, τό, ιαμβικός στίχος, σε Αριστοφ., Πλάτ.
2. ιαμβικό μέτρο, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ἰαμβεῖος: ямбический (μέτρον Arst.).

Middle Liddell

ἰαμβεῖος, ον ἴαμβος
I. iambic, μέτρον Arist.
II. as substantive, ἰαμβεῖον, ου, τό, an iambic verse, Ar., Plat.
2. iambic metre, Arist.