ξιφοδήλητος: Difference between revisions
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ξῐφοδήλητος:''' убивающий мечом: ξ. [[θάνατος]] Aesch. смерть от меча; ξιφοδήλητοι ἀγῶνες Aesch. смертельный бой на мечах. | |elrutext='''ξῐφοδήλητος:''' [[убивающий мечом]]: ξ. [[θάνατος]] Aesch. смерть от меча; ξιφοδήλητοι ἀγῶνες Aesch. смертельный бой на мечах. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ξῐφο-δήλητος, ον, [[δηλέομαι]]<br />[[slain]] by the [[sword]], ξ. [[θάνατος]] [[death]] by the [[sword]], Aesch. | |mdlsjtxt=ξῐφο-δήλητος, ον, [[δηλέομαι]]<br />[[slain]] by the [[sword]], ξ. [[θάνατος]] [[death]] by the [[sword]], Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:10, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A slain by the sword, ξ. θάνατος, ἀγῶνες, death by the sword, A.Ag.1528, Ch.729 (both anap.).
German (Pape)
[Seite 280] mit dem Schwerte getödtet; θάνατος, Tod durch's Schwert, Aesch. Ag. 1510; ἀγῶνες, Ch. 718.
Greek (Liddell-Scott)
ξῐφοδήλητος: τον, ὁ διὰ ξίφους γινόμενος, ξ. θάνατος, ὁ διὰ ξίφους θάνατος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1528, ἀγῶνες Χο. 729.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fait périr par l’épée.
Étymologie: ξίφος, δηλέω.
Greek Monolingual
ξιφοδήλητος, -ον (Α)
1. αυτός που σκοτώθηκε, που βρήκε τον θάνατο από ξίφος
2. αυτός που προέρχεται από ξίφος, που γίνεται με ξίφος («ξιφοδηλήτῳ θανάτῳ» — με θάνατο που επήλθε από ξίφος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + -δήλητος (< δηλοῦμαι «πληγώνω, προξενώ βλάβη»), πρβλ. θεο-δήλητος, κεντρο-δήλητος].
Greek Monotonic
ξῐφοδήλητος: -ον (δηλέομαι), αυτός που σκοτώνεται από ξίφος· ξιφοδήλητος θάνατος, θάνατος που συντελείται από ξίφος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ξῐφοδήλητος: убивающий мечом: ξ. θάνατος Aesch. смерть от меча; ξιφοδήλητοι ἀγῶνες Aesch. смертельный бой на мечах.
Middle Liddell
ξῐφο-δήλητος, ον, δηλέομαι
slain by the sword, ξ. θάνατος death by the sword, Aesch.