στρεψοδικέω: Difference between revisions

From LSJ

αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''στρεψοδῐκέω:''' извращать правосудие: σ. ἑαυτῷ Arph. крючкотворствовать в свою пользу.
|elrutext='''στρεψοδῐκέω:''' [[извращать правосудие]]: σ. ἑαυτῷ Arph. крючкотворствовать в свою пользу.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=στρεψο-δῐκέω, fut. -ήσω [[δίκη]]<br />to [[twist]] [[justice]], Ar.
|mdlsjtxt=στρεψο-δῐκέω, fut. -ήσω [[δίκη]]<br />to [[twist]] [[justice]], Ar.
}}
}}

Revision as of 15:15, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρεψοδῐκέω Medium diacritics: στρεψοδικέω Low diacritics: στρεψοδικέω Capitals: ΣΤΡΕΨΟΔΙΚΕΩ
Transliteration A: strepsodikéō Transliteration B: strepsodikeō Transliteration C: strepsodikeo Beta Code: streyodike/w

English (LSJ)

A twist or pervert the right, Ar.Nu.434.

German (Pape)

[Seite 954] das Recht verdrehen, Ar. Nub. 433.

Greek (Liddell-Scott)

στρεψοδῐκέω: διαστρέφω, μεταβάλλω, τροποποιῶ τὸ ὀρθὸν, Ἀριστοφ. Νεφ. 435· καὶ στρεψοδῐκοπᾰνουργία, ἡ, πανουργία ἐν τῇ διαστοφῇ τοῦ δικαίου, ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1468, ἴδε στρεφοδικοπανουργία.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
pervertir la justice.
Étymologie: στρέφω, δίκη.

Greek Monotonic

στρεψοδῐκέω: μέλ. -ήσω (δίκη), διαστρέφω το ορθό, το αληθές, το δίκαιο, μεταχειρίζομαι σοφιστικά τεχνάσματα, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρεψοδικέω [στρέφω, δίκη] het recht verdraaien.

Russian (Dvoretsky)

στρεψοδῐκέω: извращать правосудие: σ. ἑαυτῷ Arph. крючкотворствовать в свою пользу.

Middle Liddell

στρεψο-δῐκέω, fut. -ήσω δίκη
to twist justice, Ar.