μεσοτριβής: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mesotrivis | |Transliteration C=mesotrivis | ||
|Beta Code=mesotribh/s | |Beta Code=mesotribh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> | |Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[half-worn-out]], Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[θύστινον]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:18, 20 August 2022
English (LSJ)
ές, A half-worn-out, Hsch. s.v. θύστινον.
German (Pape)
[Seite 140] ές, halb abgerieben, ἡμιτριβής erkl. Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μεσοτρῐβής: -ές, «μισότριβος», χιτὼν Ἡσύχ. ἐν λέξει θύστινον.
Greek Monolingual
μεσοτριβής, -ές (Α)
(για χιτώνα) αυτός που είναι τριμμένος κατά το ήμισυ, ο μισοτριμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + -τριβής (< τρίβω), πρβλ. ισοτριβής, ωμοτριβής].