ἀσώδης: Difference between revisions
mNo edit summary |
m (Text replacement - " :" to ":") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<span class="bld">1</span>ης, ες :<br />dégoûté, blasé.<br />'''Étymologie:''' [[ἄση]], -ωδης.<br /><span class="bld">2</span>ης, ες :<br />marécageux.<br />'''Étymologie:''' [[ἄσις]]. | |btext=<span class="bld">1</span>ης, ες:<br />dégoûté, blasé.<br />'''Étymologie:''' [[ἄση]], -ωδης.<br /><span class="bld">2</span>ης, ες:<br />marécageux.<br />'''Étymologie:''' [[ἄσις]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:56, 21 August 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ες, (ἄση)
A attended with nausea, ὀδύνη prob. in Hp.Art. 19; nauseating, suffering from nausea, nauseated, disgusted, Id.Acut.67; ἀ. στόμαχοι Dsc.1.17; surfeited, Plu.2.974b. Adv. ἀσωδῶς, Ion. ἀσωδέως = with nausea Gal.10.437.
II (ἄσις) slimy, muddy, A.Supp.31 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 382] ες, 1) (ἄσις) χέρσος, schlammig, versandet, Aesch. Suppl. 31. – 2) (ἄση), Ekel erregend, lästig, Galen.; Ekel empfindend, Plut. Sol. an. 20.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσώδης: [ᾰ], (ἄση) μετ’ ἄσης, μετὰ ναυτίας, ναυτιώδης, ὀδύνη Ἱππ. π. Ἄρθρ. 794· ὁ πάσχων ἐκ ναυτιάσως, ὁ αὐτ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 395· ― Ἐπίρρ. ἀσωδῶς Ὀρειβάσ. ἐν Chirurg. Vett. 73. ΙΙ. (ἐκ τοῦ ἄσις), ἰλυώδης, βορβορώδης, χέρσῳ τῇδ’ ἐν ἀσώδει Αἰσχύλ. Ἱκ. 32.
French (Bailly abrégé)
1ης, ες:
dégoûté, blasé.
Étymologie: ἄση, -ωδης.
2ης, ες:
marécageux.
Étymologie: ἄσις.
Spanish (DGE)
-ες
• Prosodia: [ᾰ-]
1 pantanoso χέρσος A.Supp.31.
2 arenoso Hsch.
-ες
medic.
I 1que siente náuseas οἱ ἀσώδεες los pacientes con náuseas Hp.Acut.67, cf. Epid.1.26.9, Prorrh.1.76, Coac.19, ἀσώδεις στόμαχοι Dsc.1.17, ἀσώδης ὁ κάμνων Gal.15.833.
2 que comporta náusea τὰ ἐξ ἐμέτου ἀσώδεος ... μανικά los delirios maníacos a partir de un vómito con náuseas Hp.Prorrh.1.17, οἱ ... ἀσώδεες πυρετοί Hp.Coac.34, τὰ ἐπιμήνια ... ἀσώδεα Hp.Mul.2.175, ἀσώδεις διαθέσεις Gal.13.122
•neutr. como subst. τὸ ἀσῶδες náusea Hp.Art.19, Prorrh.1.162, 165.
II adv. ἀσωδῶς, jón. ἀσωδέως = con náusea, con ansiedad τὸ ὑπορέγχειν ἀ. Hp.Coac.18, ἀ. κνήσεσθαι Gal.10.437.
Greek Monolingual
(I)
ἀσώδης, -ες (Α) άση
1. αυτός που αισθάνεται αηδία ή ναυτία από το υπερβολικό φαγητό, αυτός που έφαγε μέχρι κορεσμού
2. εκείνος που συνοδεύεται από ναυτία («ἀσώδης ὀδύνη»).
(II)
ἀσώδης, -ες (Α) άσις
λασπωμένος.
Russian (Dvoretsky)
ἀσώδης: ἄση пресыщенный, наевшийся до отвала Plut.
ἄσις илистый (χέρσος Aesch.).