συνελίσσω: Difference between revisions

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 $2, $3:")
m (Text replacement - "s’" to "s'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> rouler ensemble, enrouler, pelotonner ; <i>Moy.</i> συνελίσσομαι s’enrouler dans, s’empêtrer dans;<br /><b>2</b> dérouler.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἑλίσσω]].
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> rouler ensemble, enrouler, pelotonner ; <i>Moy.</i> συνελίσσομαι s'enrouler dans, s'empêtrer dans;<br /><b>2</b> dérouler.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἑλίσσω]].
}}
}}
{{eles
{{eles

Revision as of 08:05, 22 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνελίσσω Medium diacritics: συνελίσσω Low diacritics: συνελίσσω Capitals: ΣΥΝΕΛΙΣΣΩ
Transliteration A: synelíssō Transliteration B: synelissō Transliteration C: synelisso Beta Code: suneli/ssw

English (LSJ)

Ion. συνειλ- (as also in E.Ion 1164 codd.), Att. συνελίττω, aor. imper. A συνειλιξάτω IG22.204.31:—roll together, roll up, εἴριον Hp.Art.9, cf. Thphr.HP4.7.5:—Pass., σὺν δ' ἑλίσσεται τμητοῖς ἱμᾶσι S.El.746; of certain insects, roll themselves up into a ball, Arist.PA 682b22; of the chamaeleon's tail, Id.HA503a20. 2 roll up with, συνήλιξα τὴν ἐπιστολὴν Ἀπολλωτᾶτος τῇ Ἑρμοφίλου PGiss.25.7 (ii A.D.); συνήλλιξα τῇ ἐπιστολῇ δεῖγμα POxy.113.5 (ii A.D.). 3 intr., coil itself up, of a serpent, σπείραις σ. dub. l. in E. l.c.

German (Pape)

[Seite 1014] att. -ττω, zusammenwickeln, verbinden, Arist. H. A. 2, 11 u. Folgde. S. συνειλ.

Greek (Liddell-Scott)

συνελίσσω: Ἰων. συνειλ- (ὡς καὶ ἐν Εὐρ. Ἴωνι 1164), Ἀττ. -ττω· -περιτυλίσσω ὁμοῦ, τυλίσσω, εἴριον Ἱππ. π. Ἄρθρ. 785. ― Παθ., σὺν δ’ ἑλίσσεται τμητοῖς ἱμᾶσι Σοφ. Ἠλ. 746· ἐπί τινων ἐντόμων, ἅτινα συνελίσσουσιν ἑαυτὰ εἰς σχῆμα σφαίρας ὅταν τὰ ἐγγίσῃ τις, Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 4, 6, 6, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 11, 2. 3) ἀμεταβ., συσπειρῶμαι, ἐπὶ ὄφεως, σπείραις σ. Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

1 tr. rouler ensemble, enrouler, pelotonner ; Moy. συνελίσσομαι s'enrouler dans, s'empêtrer dans;
2 dérouler.
Étymologie: σύν, ἑλίσσω.

Spanish

envolver juntamente con

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και ιων. τ. συνειλίσσω, και αττ. τ. συνελίττω Α
τυλίγω γύρω γύρω, περιτυλίγω («συνελίσσειν εἴριον», Ιπποκρ.)
αρχ.
φρ. «σπείραις συνελίσσω» — κουλουριάζομαι (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐλίσσω «περιστρέφω, περιτυλίσσω»].

Greek Monotonic

συνελίσσω: Ιων. συν-ειλ-, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω,
1. τυλίγω μαζί — Παθ., εμπλέκομαι σε κάτι, με δοτ., σε Σοφ.
2. αμτβ., κουλουριάζομαι, συσπειρώνομαι, λέγεται για φίδι, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

συνελίσσω: атт. συνελίττω, ион. συνειλίσσω
1) свивать, скручивать: συνελίσσεσθαί τινι Soph. запутаться в чем-л.; ἡ κέρκος συνελιττομένη Arst. завитой хвост;
2) свиваться, извиваться (σπείραις Eur.).

Middle Liddell

ionic συν-ειλ attic -ττω fut. ξω
1. to roll together:—Pass. to involve oneself in a thing, c. dat., Soph.
2. intr. to coil itself up, of a serpent, Eur.