ἀναμνηστικός: Difference between revisions
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que tiene facilidad para la reminiscencia]] op. μνημονικός Arist.<i>Mem</i>.449<sup>b</sup>7.<br /><b class="num">2</b> [[reminiscente]], [[que trae recuerdos]], [[recordatorio]] [[ἔμφασις]] Demetr.<i>Eloc</i>.287, σημεῖα Gal.1.313<br /><b class="num">•</b>c. gen. τῶν πεπραγμένων Horap.2.117. | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que tiene facilidad para la reminiscencia]] op. [[μνημονικός]] Arist.<i>Mem</i>.449<sup>b</sup>7.<br /><b class="num">2</b> [[reminiscente]], [[que trae recuerdos]], [[recordatorio]] [[ἔμφασις]] Demetr.<i>Eloc</i>.287, σημεῖα Gal.1.313<br /><b class="num">•</b>c. gen. τῶν πεπραγμένων Horap.2.117. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:30, 22 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, A able to recall to mind readily, opp. μνημονικός (of retentive memory), Arist.Mem.449b7, 453a5. II indicative of the past, σημεῖα Gal.1.313.
German (Pape)
[Seite 198] zur Erinnerung, Plut. Cat. min. 1 dem μνημονικός entgegengesetzt, sich leichterinnernd, vgl. Arist. de mem. 1, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμνηστικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος ἢ ὁ ἱκανὸς νὰ ἀναμιμνήσκηται εὐκόλως, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ μνημονικός, (ὅπερ σημαίνει τὸν ἔχοντα σταθερὰν καὶ παραμένουσαν μνήμην), οὐ γὰρ οἱ αὐτοί εἰσι μνημονικοὶ καὶ ἀναμνηστικοί, ἀλλ’ ὡς ἐπὶ πολὺ μνημονικώτεροι μὲν οἱ βραδεῖς, ἀναμνηστικώτεροι δὲ οἱ ταχεῖς καὶ εὐμαθεῖς Ἀριστ. Περὶ Μνήμ. 1. 1., 2. 24.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 que tiene facilidad para la reminiscencia op. μνημονικός Arist.Mem.449b7.
2 reminiscente, que trae recuerdos, recordatorio ἔμφασις Demetr.Eloc.287, σημεῖα Gal.1.313
•c. gen. τῶν πεπραγμένων Horap.2.117.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀναμνηστικός, -ή, -όν) ἀναμιμνήσκω
νεοελλ.
1. ο σχετικός με την ανάμνηση, αυτός που προκαλεί ανάμνηση, που συντελεί στη διατήρηση της αναμνήσεως
2. το ουδ. ως ουσ. το αναμνηστικό
αντικείμενο που διατηρεί στη μνήμη του κατόχου του το γεγονός, τον τόπο ή το πρόσωπο από όπου προέρχεται, ενθύμιο
αρχ.
1. ο ικανός να θυμάται, να φέρνει εύκολα στη μνήμη του κάτι
2. αυτός που αναφέρεται στο παρελθόν.
Russian (Dvoretsky)
ἀναμνηστικός: легко вспоминающий: οὐχ οἱ αὐτοί εἰσι μνημονικοὶ καὶ ἀναμνηστικοί Arst. не у всех прочная память сочетается с легкостью воспоминания.