πομπευτής: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
m (Text replacement - " as Adj." to " as adjective")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' οῦ ὁ) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πομπευτής:''' οῦ ὁ участник торжественного шествия Luc.
|elrutext='''πομπευτής:''' οῦ ὁ [[участник торжественного шествия]] Luc.
}}
}}

Revision as of 15:45, 22 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πομπευτής Medium diacritics: πομπευτής Low diacritics: πομπευτής Capitals: ΠΟΜΠΕΥΤΗΣ
Transliteration A: pompeutḗs Transliteration B: pompeutēs Transliteration C: pompeftis Beta Code: pompeuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A = πομπεύς 2, Id.7.72: as adjective, π. ἵππος πάντα διδάσκεται Iamb.post Polem.p.50 Hinck. 2 organizer or marshal of a procession, Luc. Nec.16.

German (Pape)

[Seite 678] ὁ, = πομπεύς, Luc. Necyom. 16, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

πομπευτής: -οῦ, ὁ, = πομπεὺς 2, Λουκ. Νεκυομ. 16.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui figure dans une procession.
Étymologie: πομπεύω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ πομπεύω
1. αυτός που συμμετέχει σε πομπή
2. ο διοργανωτής ή τελετάρχης πομπής
αρχ.
(ως επίθ. αλόγων) αυτός τον οποίο ασκούσαν για τις πομπές στον ρωμαϊκό ιππόδρομο.

Russian (Dvoretsky)

πομπευτής: οῦ ὁ участник торжественного шествия Luc.