πομπευτής: Difference between revisions
From LSJ
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
m (Text replacement - " as Adj." to " as adjective") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' οῦ ὁ) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πομπευτής:''' οῦ ὁ участник торжественного шествия Luc. | |elrutext='''πομπευτής:''' οῦ ὁ [[участник торжественного шествия]] Luc. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:45, 22 August 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A = πομπεύς 2, Id.7.72: as adjective, π. ἵππος πάντα διδάσκεται Iamb.post Polem.p.50 Hinck. 2 organizer or marshal of a procession, Luc. Nec.16.
German (Pape)
[Seite 678] ὁ, = πομπεύς, Luc. Necyom. 16, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
πομπευτής: -οῦ, ὁ, = πομπεὺς 2, Λουκ. Νεκυομ. 16.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui figure dans une procession.
Étymologie: πομπεύω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ πομπεύω
1. αυτός που συμμετέχει σε πομπή
2. ο διοργανωτής ή τελετάρχης πομπής
αρχ.
(ως επίθ. αλόγων) αυτός τον οποίο ασκούσαν για τις πομπές στον ρωμαϊκό ιππόδρομο.
Russian (Dvoretsky)
πομπευτής: οῦ ὁ участник торжественного шествия Luc.