ἐλευθερωτής: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' οῦ ὁ) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eleftherotis | |Transliteration C=eleftherotis | ||
|Beta Code=e)leuqerwth/s | |Beta Code=e)leuqerwth/s | ||
|Definition=οῦ, ὁ, | |Definition=οῦ, ὁ, [[liberator]], Max.Tyr.21.6, Luc.Vit.Auct.8, D.C.41.57. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:52, 22 August 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, liberator, Max.Tyr.21.6, Luc.Vit.Auct.8, D.C.41.57.
German (Pape)
[Seite 796] ὁ, der Befreier, Luc. Vit. auct. 8 u. 86.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλευθερωτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐλευθερῶν, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 8, Δίων Κ. 41. 57.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
libérateur.
Étymologie: ἐλευθερόω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 libertador ἐ. εἰμι τῶν ἀνθρώπων del filósofo Diógenes, Luc.Vit.Auct.8, ὁ δουλείας ἐ. de Heracles, Max.Tyr.15.6, ἐλευθερωταὶ τοῦ δήμου de los asesinos de César, D.C.44.1.2, cf. 41.57.2, Sopat.Rh.Tract.242.14
•crist. libertador, redentor de Dios τῷ πάντων ἐλευθερωτῇ θεῷ χαριστήρια φερόντων Const. en Eus.VC 2.30.1, frec. de Cristo ὁ ἐ. τῆς ἐμῆς ψυχῆς ἐκ τῆς τῶν πολλῶν δουλείας A.Thom.A 142, cf. Ast.Soph.Hom.18.9, μετὰ τῶν αἰχμαλώτων ὁ ἐ. Epiph.Const.Hom.M.43.440D.
2 jur. manumisor οἱ ... τῶν ἔμπροσθεν δουλευόντων ἐλευθερωταί Iust.Nou.22.8, cf. 78.4, Cod.Iust.6.4.4.24.
Greek Monolingual
ο (θηλ. ελευθερώτρια και ελευθερώτρα) (AM ἐλευθερωτής)
αυτός που ελευθερώνει, απελευθερώνει ή απολυτρώνει κάποιον
νεοελλ.
1. μηχάνημα με το οποίο δίνεται ελευθερία στην κίνηση και λειτουργία μιας μηχανής
2. θηλ. Ελευθερώτρια, η
προσωνυμία της Θεοτόκου και τύπος εικόνας προς τιμήν της για την απελευθέρωση της Ελλάδας από τη γερμανική και την ιταλική κατοχή.
Greek Monotonic
ἐλευθερωτής: -οῦ, ὁ, αυτός που ελευθερώνει, απελευθερωτής, σωτήρας, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐλευθερωτής: οῦ ὁ освободитель Luc.
Middle Liddell
ἐλευθερωτής, οῦ, [from ἐλευθέρωσις
a liberator, Luc.