συνεπιτίθεμαι: Difference between revisions
From LSJ
Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίον → Onus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt
m (Text replacement - "αῑοι" to "αῖοι") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ, ενεργ. τ. [[συνεπιτίθημι]] Α [[ἐπιτίθημι]] / <i>ἐπιτίθεμαι</i>]<br />επιτίθεμαι [[μαζί]] με άλλους [[εναντίον]] κάποιου (α. «τὸν δὲ λιμὸς συνεπιτιθέμενος ἀπάγῃ τῆς πατρίδος», <b>Φώτ.</b><br />β. «συνεπέθοντο δὲ καὶ οἱ Ἰουδαῖοι», ΚΔ.<br />γ. «οὐ φοβεῑ μή σοι [[μετὰ]] Φιλήβου ξυνεπιθώμεθα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> α) [[μεταχειρίζομαι]] [[κάτι]] [[προς]] το [[συμφέρον]] μου, [[επωφελούμαι]] από [[κάτι]] («τῷ τῶν συμμάχων πρὸς αὐτοὺς μίσει συνεπιθέμενοι», <b>Πολ.</b>)<br />β) [[καταλογίζω]] κι εγώ [[κάτι]] σε κάποιον («[[δέομαι]], Κύριε, μὴ συνεπιθῇ ἡμῖν ἁμαρτίαν», ΠΔ)<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> [[επιθέτω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον ή επί [[πλέον]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[συνεπιτίθεμαι]] τῷ [[ἔργω]]» — επιδίδομαι με ζήλο κι εγώ στην [[ίδια]] [[εργασία]] (<b>Θουκ.</b>). | |mltxt=ΜΑ, ενεργ. τ. [[συνεπιτίθημι]] Α [[ἐπιτίθημι]] / <i>ἐπιτίθεμαι</i>]<br />επιτίθεμαι [[μαζί]] με άλλους [[εναντίον]] κάποιου (α. «τὸν δὲ λιμὸς συνεπιτιθέμενος ἀπάγῃ τῆς πατρίδος», <b>Φώτ.</b><br />β. «συνεπέθοντο δὲ καὶ οἱ Ἰουδαῖοι», ΚΔ.<br />γ. «οὐ φοβεῑ μή σοι [[μετὰ]] Φιλήβου ξυνεπιθώμεθα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> α) [[μεταχειρίζομαι]] [[κάτι]] [[προς]] το [[συμφέρον]] μου, [[επωφελούμαι]] από [[κάτι]] («τῷ τῶν συμμάχων πρὸς αὐτοὺς μίσει συνεπιθέμενοι», <b>Πολ.</b>)<br />β) [[καταλογίζω]] κι εγώ [[κάτι]] σε κάποιον («[[δέομαι]], Κύριε, μὴ συνεπιθῇ ἡμῖν ἁμαρτίαν», ΠΔ)<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> [[επιθέτω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον ή επί [[πλέον]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[συνεπιτίθεμαι]] τῷ [[ἔργω]]» — επιδίδομαι με ζήλο κι εγώ στην [[ίδια]] [[εργασία]] (<b>Θουκ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 19:29, 22 August 2022
Greek Monolingual
ΜΑ, ενεργ. τ. συνεπιτίθημι Α ἐπιτίθημι / ἐπιτίθεμαι]
επιτίθεμαι μαζί με άλλους εναντίον κάποιου (α. «τὸν δὲ λιμὸς συνεπιτιθέμενος ἀπάγῃ τῆς πατρίδος», Φώτ.
β. «συνεπέθοντο δὲ καὶ οἱ Ἰουδαῖοι», ΚΔ.
γ. «οὐ φοβεῑ μή σοι μετὰ Φιλήβου ξυνεπιθώμεθα», Πλάτ.)
αρχ.
1. μέσ. α) μεταχειρίζομαι κάτι προς το συμφέρον μου, επωφελούμαι από κάτι («τῷ τῶν συμμάχων πρὸς αὐτοὺς μίσει συνεπιθέμενοι», Πολ.)
β) καταλογίζω κι εγώ κάτι σε κάποιον («δέομαι, Κύριε, μὴ συνεπιθῇ ἡμῖν ἁμαρτίαν», ΠΔ)
2. ενεργ. επιθέτω κάτι μαζί με άλλον ή επί πλέον
3. φρ. «συνεπιτίθεμαι τῷ ἔργω» — επιδίδομαι με ζήλο κι εγώ στην ίδια εργασία (Θουκ.).