τερατουργός: Difference between revisions
Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τερᾰτουργός:''' ὁ чудотворец Diod., Plut., Luc. | |elrutext='''τερᾰτουργός:''' ὁ [[чудотворец]] Diod., Plut., Luc. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:20, 23 August 2022
English (LSJ)
ὁ, A wonder-worker, D.S. 34/5.2.5, Ptol.Tetr.160, Luc.Gall.4: Adj., τ. ἡδονή Ph.2.267.
German (Pape)
[Seite 1093] Wunder thuend, Gaukeleien treibend, der Zauberer, Gaukler, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τερᾰτουργός: ὁ, (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος θαύματα, Διόδ. Ἐκλ. 526, 101, Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 4.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui fait des choses extraordinaires ; ὁ τερατουργός faiseur de tours, charlatan.
Étymologie: τέρας, ἔργον.
Greek Monolingual
-ό / τερατουργός, -όν, ΝΑ νεοελλ. αγύρτης, απατεώνας
αρχ.
αυτός που εκτελεί θαυμαστές, καταπληκτικές πράξεις, θαυματοποιός, μάγος
μσν.
(για τον θεό ως δημιουργό) επιτελώ έργα άξια θαυμασμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. σιδηρ-ουργός].
Greek Monotonic
τερᾰτουργός: ὁ (*ἔργω), αυτός που κάνει θαύματα, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
τερᾰτουργός: ὁ чудотворец Diod., Plut., Luc.