φορμοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''φορμοφόρος:''' ὁ носильщик Diog. L.
|elrutext='''φορμοφόρος:''' ὁ [[носильщик]] Diog. L.
}}
}}

Revision as of 10:25, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φορμοφόρος Medium diacritics: φορμοφόρος Low diacritics: φορμοφόρος Capitals: ΦΟΡΜΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: phormophóros Transliteration B: phormophoros Transliteration C: formoforos Beta Code: formo/foros

English (LSJ)

(parox.), ὁ, A porter, Epicur.Fr.172: οἱ Φορμοφόροι = Mat-carriers, Basket carriers, name of a play by Hermippus.

German (Pape)

[Seite 1300] Körbe, Matten, Decken, Holzbündel tragend; D. L. 9, 8,14; Ath. 354 c.

Greek (Liddell-Scott)

φορμοφόρος: ὁ, ἀχθοφόρος, Διογ. Λ. 9. 53, Ἀθήν. 354C· οἱ φορμοφόροι, ὄνομα κωμῳδίας τοῦ Ἑρμίππου.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. αυτός που μεταφέρει φορμούς, πλεκτά σκεύη ή δεμάτια ξύλων
2. ως κύριο όν. Φορμοφόροι
τίτλος κωμωδίας του Ερμίππου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φορμός «πλεκτό σκεύος, καλάθι» + -φόρος].

Russian (Dvoretsky)

φορμοφόρος:носильщик Diog. L.