διωμοσία: Difference between revisions

From LSJ

δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''διωμοσία:''' ἡ обоюдная присяга, клятва (обеих) тяжущихся сторон Lys., Dem.
|elrutext='''διωμοσία:''' ἡ [[обоюдная присяга]], [[клятва]] (обеих) тяжущихся сторон Lys., Dem.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 10:50, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διωμοσία Medium diacritics: διωμοσία Low diacritics: διωμοσία Capitals: ΔΙΩΜΟΣΙΑ
Transliteration A: diōmosía Transliteration B: diōmosia Transliteration C: diomosia Beta Code: diwmosi/a

English (LSJ)

ἡ, A an oath taken by both parties at the ἀνάκρισις before the trial came on, Antipho 5.88 (pl.), D.23.69; τὰς δ. ποιεῖσθαι Lys.10.11.

Greek (Liddell-Scott)

διωμοσία: ἡ, ὅρκος, ὃν ἔδιδον οἱ διαδικαζόμενοι κατὰ τὴν ἀνάκρισιν πρὶν ἔλθῃ ἡ δίκη, Ἀντιφῶν 139. 41, Λυσ. 117. 13· πρβλ. ἀντωμοσία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
serment prêté en justice.
Étymologie: διώμοτος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
jur.
1 en el procedimiento jur. aten. [[juramento solemne prestado por las dos partes en el interrogatorio (ἀνάκρισις) previo al juicio]] οὐ διὰ τούτου τοῦ ὀνόματος τὰς διωμοσίας ποιοῦνται Lys.10.11, cf. Antipho 5.88, 6.6, D.23.63, 69, Hsch.
tb. en Clazomenas en otros procedimientos SEG 29.1130bis.B.55 (II a.C.).
2 en el procedimiento jur. romano juramento εἰ δὲ ἀμφισβητοῖεν οἱ πράκτορες περὶ τῆς τῶν ἐγγυητῶν ἀξιοπιστίας ἢ τῆς διωμοσίας Cod.Iust.1.4.26.12, cf. Iust.Nou.22.44.2.

Greek Monolingual

διωμοσία, η (AM)
μσν.
συνωμοσία
αρχ.
ο όρκος που έδιναν οι διάδικοι κατά την ανάκριση, ο κατήγορος (προωμοσία) και ο κατηγορούμενος (αντωμοσία).

Greek Monotonic

διωμοσία: ἡ, όρκος που δίνονταν από τους διαδίκους πριν ξεκινήσει η δίκη, σε Ρήτ.

Russian (Dvoretsky)

διωμοσία:обоюдная присяга, клятва (обеих) тяжущихся сторон Lys., Dem.

Middle Liddell

n
an oath taken by both parties before the trial came on, Oratt.

English (Woodhouse)

affidavit, sworn evidence

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)