δυσωδία: Difference between revisions
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(op\.) ([\p{Greek}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 , $3 $4") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δυσωδία:''' ἡ неприятный запах, зловоние (τοῦ στόματος Arst., Plut.). | |elrutext='''δυσωδία:''' ἡ [[неприятный запах]], [[зловоние]] (τοῦ στόματος Arst., Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=δυσωδία -ας, ἡ [δυσώδης] vieze geur. | |elnltext=δυσωδία -ας, ἡ [δυσώδης] vieze geur. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:09, 23 August 2022
English (LSJ)
ἡ, A foul smell, Arist.Pol.1311b34, HA626b20, Ph.2.96, Plu.2.90b, Phld. Herc.19.27, etc.
German (Pape)
[Seite 691] ἡ, übler Geruch, Arist. H. A. 9, 40 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσωδία: ἡ, κακὴ ὀσμή, βρῶμα, Ἀριστ. Πολ. 5. 10, 20, Ἱ. Ζ. 9. 40, 45.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
odeur fétide.
Étymologie: δυσώδης.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Morb.4.47
1 mal olor, fetidez δ. ... περὶ τὸ πνεῦμα Hp.l.c., δυσωδίαι τῶν πτυσμάτων Hp.Coac.400, op. εὐωδία Arist.EE 1230b29, τοῦ στόματος Arist.Pol.1311b34, cf. Plu.2.90b, Luc.Herm.34, Hierocl.Facet.240, τῶν σμηνῶν Arist.HA 626b20, θέρμῃ καὶ δυσωδίᾳ πληγέντας Posidon.227, τῶν ἀθάπτων D.S.14.71, cf. 19.49, βυρσέως Aesop.220, δυσωδίας πάντα διὰ πάντων ἀναπεπλῆσθαι en una de las plagas de Egipto, Ph.2.96, cf. 175, ὁ ἰχὼρ καὶ ἡ δ. ... κατέρρεε Apoc.Petr.26, δυσωδίας τινὸς τῷ τραύματι ἐγγινομένης Luc.VH 1.16, cf. Luct.11, δυσωδίας αἴτιος Vett.Val.10.19, 105.8, ἡ τραγικὴ δ. olor a chotuno Longus 4.17.2, ἡ ἀπὸ τῶν ἱδρώτων δ. Ath.402d, τῆς ἀηδοῦς κεδρίας IMEG 97.2 (II d.C.), como signo de posesión demoníaca, Ath.Al.V.Anton.63.3, χαλκεὺς ... καπνοῦ καὶ δυσωδίας ὄζων Aen.Gaz.Ep.21, del azufre, Iul.Ascal.13.1.
2 fig. inmundicia, fetidez μὴ ἡ τῆς κεφαλῆς σοῦ εὐοδία δυσωδίαν σου τῷ βίῳ παράσχῃ Diog.325, ἀπορρῖψαι τὴν δυσωδίαν τοῦ διαβόλου Phys.A 101.2, τῆς κακίας δ. Ath.Al.M.26.25C, δ. τῆς εἰς τὰ εἴδωλα θυσίας Ath.Al.Syn.20.2, δ. τῶν ἰδίων ἁμαρτημάτων Cyr.Al.M.69.960A, ref. al pecado Χριστὸς ... ὡς λύσῃ δυσωδίας Gr.Naz.M.37.656A.
Greek Monolingual
η (AM δυσωδία)
1. άσχημη μυρωδιά, κακοσμία
2. ανηθικότητα
νεοελλ.
φρ. «βρόμα και δυσωδία» α) αποκρουστική ακαθαρσία και κακοσμία
β) αηδιαστική ανηθικότητα.
Russian (Dvoretsky)
δυσωδία: ἡ неприятный запах, зловоние (τοῦ στόματος Arst., Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δυσωδία -ας, ἡ [δυσώδης] vieze geur.