γερούσιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui concerne les vieillards : [[γερούσιος]] [[οἶνος]] IL, OD vin d’honneur qu’on versait aux vieillards, <i>càd</i> aux chefs ; [[γερούσιος]] [[ὅρκος]] IL serment que prononçaient les vieillards, <i>càd</i> les chefs.<br />'''Étymologie:''' [[γέρων]].
|btext=α, ον :<br />qui concerne les vieillards : [[γερούσιος]] [[οἶνος]] IL, OD vin d'honneur qu’on versait aux vieillards, <i>càd</i> aux chefs ; [[γερούσιος]] [[ὅρκος]] IL serment que prononçaient les vieillards, <i>càd</i> les chefs.<br />'''Étymologie:''' [[γέρων]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 11:25, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γερούσιος Medium diacritics: γερούσιος Low diacritics: γερούσιος Capitals: ΓΕΡΟΥΣΙΟΣ
Transliteration A: geroúsios Transliteration B: gerousios Transliteration C: geroysios Beta Code: gerou/sios

English (LSJ)

α, ον, A for or befitting the γέροντες, γ. οἶνος wine drunk only by the chiefs, Il.4.259, Od.13.8; γ. ὅρκος an oath taken by them, Il.22.119; γερούσιον, τό, perquisite of chiefs, Hsch.

German (Pape)

[Seite 486] von γέρων, entstanden aus γερόντσιοσ oder γερόντιοσ; = was den γέροντες, d. h. den Vorstehern, den Aeltesten der Gemeinde, den Anführern des Volkes zukommt oder angehört; Hom. dreimal, den vierten Fuß schließend: Odyss. 13, 8 Iliad. 4, 259 γερούσιον αἴθοπα οἶνον Versende, den Ehrenwein, welchen die Geronten beim Könige trinken, vgl. Apoll. Lex. Hom. p. 54, 19; Iliad. 22, 119 Τρωσὶν δ' αὖ μετόπισθε γερούσιον ὅρκον ἕλωμαι μή τι κατακρύψειν, die Aeltesten der Gemeinde sollen einen Eid leisten.

Greek (Liddell-Scott)

γερούσιος: -α, -ον, ὁ προωρισμένος ἢ ἁρμόδιος διὰ τοὺς γέροντας, γ. οἶνος, ὃν πίνουσι μόνον οἱ ἀρχηγοί, Ἰλ. Δ. 259· γ. ὅρκος, ὃν δίδουσιν οἱ ἀρχηγοί, Χ. 119.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne les vieillards : γερούσιος οἶνος IL, OD vin d'honneur qu’on versait aux vieillards, càd aux chefs ; γερούσιος ὅρκος IL serment que prononçaient les vieillards, càd les chefs.
Étymologie: γέρων.

English (Autenrieth)

pertaining to the council of the elders, senatorial; οἶνος, Od. 13.8; ὅρκος, Il. 22.119.

Spanish (DGE)

-α, -ον
propio del que tiene privilegio, de honor οἶνος Il.4.259, Od.13.8, ὅρκος juramento prestado por los nobles, Il.22.119.

Greek Monolingual

γερούσιος, -α, -ον (Α)
αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει στους γέροντες, δηλ. τους αρχηγούς (α. γερούσιος οϊνος» — το παλιό και καλό κρασί που πίνουν μόνο οι αρχηγοί
β. «γερούσιος ὅρκος» — ο όρκος που δίνουν οι αρχηγοί).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γερόντ-ιος < γέρων.

Greek Monotonic

γερούσιος: -α, -ον (γέρων), αυτός που έχει σχέση ή αρμόζει στους πρεσβύτερους ή στους αρχηγούς, σε Ομήρ. Ιλ.· γερούσιος ὅρκος, ο όρκος τον οποίο δίνουν οι αρχηγοί, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

γερούσιος:
1) преподносимый старейшинам, т. е. почетный (οἶνος Hom.);
2) приносимый старейшинами (ὅρκος Hom.).

Middle Liddell

γέρων
for or befitting the seniors or chiefs, Il.; γ. ὅρκος an oath taken by them, Il.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γερούσιος -α -ον γέρων van de ouden of vooraanstaanden.